Οι εκδόσεις Επίκεντρο πραγματοποίησαν εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου του Γιάννη Καρατζόγλου: Το ημερολόγιο Κατοχής του Βενιαμίν Χαΐμ Καπόν, «1446 μέρες αγωνίας» την Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2018 στο Polis Art Café. Με το συγγραφέα συζήτησαν για το βιβλίο οι:
Την συζήτηση συντόνισε ο Πέτρος Παπασαραντόπουλος. Την εκδήλωση χαιρέτησε ο Μίνος Μωϋσής, Πρόεδρος της Ισραηλιτικής Κοινότητας Αθηνών. Ευχαριστούμε όλους τους φίλους και αναγνώστες για την παρουσία και συμμετοχή τους. Αναδημοσίευση από την Booikia: Ο Βασίλης Χατζηιακώβου καλωσόρισε το κοινό στο Polis Art Cafe και σημείωσε την πολύ καλή και συχνή συνεργασία του με τις εκδόσεις Επίκεντρο, «Το Επίκεντρο είναι πάντα στο επίκεντρο», είπε χαρακτηριστικά σχολιάζοντας την πλούσια δραστηριότητα του Οίκου τα τελευταία χρόνια. Εξέφρασε τη χαρά του για την παρουσίαση του βιβλίου του «ποιητή» και φίλου Γιάννη Καρατζόγλου, ένα βιβλίο που γίνεται εφόδιο για όλους μας διότι όσοι υπηρετούμε το βιβλίο οφείλουμε να πούμε ότι πέρα από την ιστορία του κάθε εκδότη χωριστά υπάρχει και η ιστορία του χώρου του βιβλίου στον οποίο έχουν συμβάλει ιδιαίτερα κάποια πρόσωπα ανεβάζοντας ψηλά τον πήχη της αισθητικής. Ο εκδότης του επίκεντρου Πέτρος Παπασαραντόπουλος αντευχαρίστησε και χαρακτήρισε «συγκλονιστικό» το βιβλίο, «ένας χαρακτηρισμός που ίσως το αδικεί», όπως είπε και κάλεσε τον κο Μίνο Μωυσή να απευθύνει το χαιρετισμό του. Ο Πρόεδρος της Ισραηλιτικής Κοινότητας Αθηνών, Μίνος Μωϋσής, ενημέρωσε ότι οι Εβραίοι αυτές τις μέρες γιορτάζουν τη γιορτή του Χανουκά, «μια γιορτή χαράς με κεντρικό θέμα το φως», όπως είπε και αναφέρθηκε στην παράδοση της γιορτής. «Θαύμα» χαρακτήρισε τη σωτηρία του Βενιαμίν (Μπιλ) Καπόν και ως τέτοιο είναι μία συμβολική συγκυρία η παρουσίαση του βιβλίου αυτές τις μέρες. Αυτό το «θαύμα» ξετυλίγεται όμορφα μέσα από το ημερολόγιο του Μπιλ, δεν είναι λογοτεχνία αλλά καταγραφή της καθημερινότητας, της θύμησης των όσων έζησε ο συγγραφέας του ημερολογίου. Το ημερολόγιο είναι μία προσπάθεια του Μπιλ να αφήσει την υπογραφή του, είναι ο πρώτο που κάνει αμέσως μετά την κατοχή, ίσως ως μία προσπάθεια έκφρασης της απελευθέρωσης, ένα χρέος ίσως να το αφιερώσει στη μνήμη των 23 από τα 34 μέλη της στενής οικογένειάς του που χάθηκαν στα στρατόπεδα, ίσως ως μία υποχρέωση να ευχαριστήσει τη δική του τύχη να σωθεί ο ίδιος και οι γονείς του. Το κείμενο δεν διεκδικεί δάφνες ακριβούς χρονολογίου αλλά είναι ένα σύνολο πραγματικών περιστατικών με υποκειμενικό τόνο, «μιλάει η ψυχή του Μπιλ», είπε χαρακτηριστικά, το οποίο συνέγραψε από την ασφάλεια της Παλαιστίνης, επηρεασμένος από την καταστροφή της οικογένειάς του, τον αφανισμό των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, τις πληροφορίες από το ?ουσβιτς, τις μαρτυρίες όσων κατέφυγαν στην Παλαιστίνη. Γράφει με θυμό αποκαλώντας «αρχι-προδότη» τον ραβίνο Κόρετς και «τυχοδιώκτη και λωποδύτη» τον διορισμένο από τους Γερμανούς Ζακ Αλμπάλα. Ο Μπιλ δεν περιμένει την ιστορία να αποφασίσει, αποφασίζει ο ίδιος για όσα έζησε και όσα μαθαίνει στα καφενεία του Τελ Αβίβ. Βάζει τον αναγνώστη στην αγωνία να μάθει πως σώθηκε, πως κινήθηκε από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα στα χρόνια της Κατοχής, της φτώχειας, της πείνας. «Το βιβλίο δεν είναι μόνον το ημερολόγιο του Μπιλ», είπε ο ομιλητής και συνέχισε, «είναι ένα πλήθος μαρτυριών και εμπειριών, μικρών θαυμάτων που μόνον με αυτά μπόρεσαν να σωθούν οι Εβραίοι». Αναφέρθηκε στο βασικό ερώτημα που θέτει και ο συγγραφέας του βιβλίου Γιάννης Καρατζόγλου, «γιατί σώθηκαν τόσοι λίγοι;», και διαχώρισε τα γεγονότα από τους μύθους που έχουν δημιουργηθεί πάνω στο θέμα, «για να κρυφτούν ενοχές», όπως υποστήριξε. Στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης ένα πέπλο σιωπής θέλησε να σκεπάσει την ιστορία και χρειάστηκε το θάρρος του Γιάννη Μπουτάρη για να φτιαχτεί το παζλ της πόλης με πολλά κομμάτια του που έμεναν στα αζήτητα. «Το βιβλίο προσθέτει στην αλυσίδα της γνώσης που ξετυλίγεται τις τελευταίες δεκαετίες και αποκτά τη δική του ιδιαίτερη θέση», είπε ο ομιλητής κλείνοντας την ομιλία του. Ο εκδότης Πέτρος Παπασαραντόπουλος αναφέρθηκε στο θάνατο του Μπιλ στο Τελ Αβίβ, λίγους μήνες πριν την εν λόγω παρουσίαση του βιβλίου, το οποίο βιβλίο όμως πρόλαβε να δει τυπωμένο στην Ελλάδα και να συναντηθεί και να συνομιλήσει με το συγγραφέα του Γιάννη Καρατζόγλου. Στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο ο Μπιλ ήταν 12 ετών και όπως φαίνεται από τα κείμενά του, σε μία νύχτα ενηλικιώνεται, μαζεύει εμπειρίες, ζει την κατοχή στη Θεσσαλονίκη, δραπετεύει από το γκέτο των Εβραίων, προσπαθεί να διασωθεί στην Αθήνα, προσπαθεί να φύγει στη Μέση Ανατολή, κλείνεται στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου, ζει τα Δεκεμβριανά, καταγράφει βήμα βήμα την πορεία μίας οικογένειας Εβραίων από τη Θεσσαλονίκη. Ως μία «αφήγηση που συμβάλει στην συνολική οπτική της ιστορίας» χαρακτηρίζει το ημερολόγιο στον πρόλογο του βιβλίου η Μαρία Καβάλα, «στο ημερολόγιο συναντώνται η εβραϊκή με την ελληνική ιστορία», γράφει χαρακτηριστικά. Ο Γιάννης Καρατζόγλου, εκτός από το σχολιασμό του ημερολογίου, προσπαθεί να εξετάσει συνολικά το ζήτημα της σωτηρίας των Εβραίων και για αυτό διερεύνησε πηγές, μαρτυρίες επιζησάντων και ντοκουμέντα. Συγκεντρώνει 160 μαρτυρίες, 130 διασωθέντων και 30 επιζησάντων από στρατόπεδα, με τελικό σκοπό να απαντήσει στο ερώτημα, «γιατί εξολοθρεύτηκαν οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης ενώ γλίτωσαν οι Εβραίοι της Αθήνας;». Η διαφορά των αριθμητικών μεγεθών δεν είναι η μόνη αιτία και ο συγγραφέας καταθέτει την άποψη του Μαυρογορδάτου ότι στην πράξη υπήρχαν δύο εβραϊκές μειονότητες, εκείνη της παλιάς Ελλάδας, πλήρως αφομοιωμένη από δεκαετίες και εκείνη των νέων χωρών, ελάχιστα αφομοιωμένη. Αναφέρθηκε επίσης στο δίκτυο διάσωσης Εβραίων που έστησαν οι Έβερτ και Δαμασκηνός οι οποίοι κατάφεραν να διασώσουν πολλούς Εβραίους πολιτογραφώντας τους Χριστιανούς. Ο Καρατζόγλου δεν διστάζει να πει την πικρή αλήθεια, ότι η πλειοψηφία της χριστιανικής κοινότητας στη Θεσσαλονίκη ήταν αδιάφοροι και αρκετοί, επαινετικοί των Γερμανών που τους απήλλαξαν από τους παρουσία των Εβραίων στην πόλη κάτι που παρατηρήθηκε περίτρανα στο πλιάτσικο που ακολούθησε στα κενά σπίτια των Εβραίων μετά τη συγκέντρωσή τους και μεταφορά τους στα στρατόπεδα. Η κα Λίλιαν Καπόν ευχαρίστησε τον συγγραφέα για τη συμμετοχή της στην παρουσίαση του βιβλίου και σχολίασε αυτή τη συμμετοχή ως επώδυνη εμπειρία λόγω της προσωπικής εμπλοκής με το περιεχόμενό του, αλλά και ως διαδικασία κάθαρσης εμπιστευόμενη τις μνήμες της στους άλλους για να διδάξουν και να νουθετήσουν. Μίλησε για τον ξάδελφο Μπιλ που έφυγε πρόσφατα και διαβεβαίωσε ότι όσοι μένουν πίσω δεν θα τον ξεχάσουν. Ο Γιάννης Καρατζόγλου συνεχίζει το έργο του Μπιλ ωθούμενος από την ανάγκη να επιμεληθεί το ημερολόγιό του, να το συμπληρώσει και να το διασώσει για τις επόμενες γενεές, με τη μορφή ενός καλαίσθητου βιβλίου. Αναφέρθηκε στον πρόλογο του βιβλίου όπου παρατίθενται σημαντικές και χρήσιμες πληροφορίες για την καλύτερη κατανόηση του κειμένου συμπεριλαμβανομένων των ειδών γραφής των μαρτυριών, το ιστορικό πλαίσιο της περιόδου και τόνισε την προσπάθεια του επιμελητή-συγγραφέα Γιάννη Καρατζόγλου να διατηρηθεί το αυθεντικό γραπτό κρατώντας τη γλώσσα και την ορθογραφία του συντάκτη του ημερολογίου αλλά και να τονίσει τις αρετές και παραλείψει ή παρανοήσεις. Συμφώνησε με τον συγγραφέα ότι το μεγαλύτερο προσόν του ημερολογίου είναι ότι γράφτηκε τους πρώτους μήνες του 1945 ενώ οι μνήμες ήταν ακόμη νωπές και τον ευχαρίστησε για τα πολύτιμα στοιχεία που παραθέτει στα μέλη της πολυπληθούς οικογένειας Καπόν. Με ιδιαίτερη συγκίνηση διάβασε για τη μοίρα των πέντε Βενιαμίν Καπόν που επέζησαν, ανάμεσα σε αυτά και ο πατέρας της κας Καπόν, αισθανόμενη περήφανη για τα προσωνύμια που χρησιμοποιούνταν για αυτόν. Περιέγραψε τους τρόπους με τους οποίους παραπλάνησαν τον εχθρό διατηρώντας τη συνέχεια της οικογένειας. Η ζωή τους όμως δεν θα ήταν πια η ίδια λόγω του πόνου για το χαμό των υπολοίπων που σιγοκαίει σαν φωτιά και αυτή τη φωτιά διατηρεί ζωντανή ο Γιάννης Καρατζόγλου με το βιβλίο του. Συνέχισε περιγράφοντας τα κεφάλαια του βιβλίου και συγκεκριμένα την κατάσταση στην Αθήνα κατά την ιταλική κατοχή, την άφιξη των Γερμανών και τη θέση των Εβραίων σε αυτή τη νέα πραγματικότητα. Πολύτιμες χαρακτηρίζει τις μαρτυρίες των πρωταγωνιστών των εξελίξεων όπως τη σύμπραξη της Εβραϊκής κοινότητας με τον ΕΑΜ για τη διαφυγή των Εβραίων της Αθήνας στα βουνά αλλά και τη σύμπραξη με την Εκκλησία και την Αστυνομία. Τον Απρίλιο του ’44 φεύγει από το Ρουφ το πρώτο τρένο με 1.200 Εβραίους της Αθήνας καταλήγοντας στο ?ουσβιτς με συνολικά 5.200 αιχμαλώτους από διάφορες άλλες πόλεις και χαρακτηρίζει πολύτιμες και συγκλονιστικές όλες τις μαρτυρίες της οικογένειας Καπόν οι οποίες θα μπορούσαν άνετα να αποτελέσουν σενάριο για πολεμική ταινία. Επανέλαβε τα καίρια ερωτήματα του συγγραφέα ως προς την παθητική στάση της χριστιανικής κοινωνίας αλλά και της μη παρέμβασης του συμμαχικού παράγοντα και του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού και επισημαίνει τα λάθη και τις παραλείψεις της Εβραϊκής ηγεσίας, «όλα μέσα σε ένα υποθετικό “αν”», όπως είπε. Η κα Καπόν κάλεσε το κοινό να κατανοήσει η ζοφερή πραγματικότητα της γερμανικής κατοχής, πριν προχωρήσει σε συμπεράσματα. Οι μαρτυρίες στο βιβλίο συμπληρώνονται και με κατάλογο διασωθέντων εμπλουτισμένο με άλλα ενδιαφέροντα στοιχεία όπως γένος, ημέρα γέννησης κ.λπ. Η κα Καπόν συνέχισε περιγράφοντας το ίδιο το ημερολόγιο του Βενιαμίν Καπόν, την εισαγωγή του, σημείωσε τα ωραία ελληνικά του, της μέσης εκπαίδευσης των προπολεμικών χρόνων. Αναφέρθηκε σε σχόλια στο ημερολόγιο για το Αλβανικό Έπος, την αντίσταση στους Ιταλούς και τους Γερμανούς, τη συμβίωση στα καταφύγια που συνένωσε τους ανθρώπους, «η μοίρα τους πλέον θα είναι κοινή», σχολίασε. Η ανελέητη στάση των κατακτητών φάνηκε από τις πρώτες ημέρες με τη λεηλασία των αποθηκών τροφίμων και υφασμάτων και την προσάρτηση της ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης στη Βουλγαρία με αποτέλεσμα των περιορισμό του εμπορίου και έτσι την έλλειψη ειδών πρώτης ανάγκης. Το «Μαύρο Σάββατο» για τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης βρίσκει όλους του άρρενες 18-45 ετών συνωστισμένους στην πλατεία Ελευθερίας. Τα λακτίσματα και οι ξυλοδαρμοί κάτω από τον καυτό ήλιο δεν ήταν τελικά τίποτα μπροστά στα καταναγκαστικά έργα, την πείνα, τις αρρώστιες και το θάνατο που τους περίμενε. 0 Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης γνωρίζοντας πλέον το μοναχικό δρόμο που έχουν να διανύσουν, ζουν τις τελευταίες ημέρες τους πάνω στη Γη με ομαδικούς γάμους, προσφέροντας χρήματα στους φτωχούς ενώ ο χρυσός που έχουν καταλήγει στα αποχωρητήρια, «ματαιώτης ματαιοτήτων…», σχολίασε η ομιλήτρια. Η οικογένεια Καπόν αποφασίζει να αποδράσει και το ταξίδι προς την Αθήνα κράτησε μία εβδομάδα, μία περιπέτεια με ακραίους κινδύνους. Στην Αθήνα φιλοξενούνται σε διαφορετικά μέρη για ασφάλεια, με τελικό προορισμό να διαφύγουν στη Μέση Ανατολή. Συλλαμβάνονται όμως και κλείνονται στις φυλακές Αβέρωφ. Στο ημερολόγιο αποδίδεται με γλαφυρότητα η περιρρέουσα ατμόσφαιρα στη φυλακή, ένα μωσαϊκό ανθρώπων από διαφορετικές θρησκείες και φυλές. Πατέρας και γιος τελικά αφέθηκαν ελεύθεροι και με την αποχώρηση των Γερμανών, τα 11 επιζήσαντα μέλη της οικογένειας ενώνονται πάλι. Η κα Καπόν μεγάλωσε στον απόηχο αυτών των γεγονότων και παρά την προσπάθεια των γονιών και εναπομεινάντων συγγενών της να την κάνουν να ξεχάσει και να νιώσει ευτυχισμένη, δεν μπόρεσε να ξεπεράσει το φόβο του κυνηγητού, της απώλειας, της απειλής της ζωής της, το φόβο! Αυτά τα ίδια γεγονότα επηρέασαν τον Μπιλ, τον μετέτρεψαν σε άνδρα σε χρόνο μηδέν και του έδωσαν τη δύναμη να παλέψει για μία νέα ζωή στην τότε Παλαιστίνη. Στο επίμετρο ο συγγραφέας κάνει μία προσπάθεια να επισημάνει τα λάθη και τις παραλείψεις του Μπιλ τονίζοντας τη συμβολή του προσωπικού στοιχείου απέναντι στην ιστοριογραφική προσέγγιση των συμβάντων και το ημερολόγιό του αποτελεί μία ιδιαίτερη προσωπική μαρτυρία στην οποία αναφέρει και ένα συμβάν, μία πορεία Εβραίων στην Αθήνα οι οποίοι μοίραζαν ευχαριστήριες προκηρύξεις στον Αθηναϊκό λαό για την υποστήριξή τους κατά την κατοχή. Σε αυτή την πορεία συμμετείχε και ο πατέρας του Μπιλ, με πατερίτσες, ήρωας του αλβανικού πολέμου. Διαβάζοντας το ημερολόγιο θα αναρωτηθεί κάποιος, «γιατί χρειάστηκαν 73 χρόνια να δει το φως της δημοσιότητας;». Ίσως η Θεά Τύχη θέλησε να το παραδώσει στα χέρια του Γιάννη Καρατζόγλου για να το προσεγγίσει με ενδιαφέρον και αγάπη, όπως και έκανε αποδίδοντάς του ένα άλλο ειδικό βάρος. Σημαντική είναι και η συμβολή του εκδοτικού οίκου Επίκεντρο για τον οποίο αποτελεί πλέον παράδοση η παρουσίαση ευαίσθητων θεμάτων όπως η τύχη του εβραϊσμού της Θεσσαλονίκης. Για να κλείσει με έναν τόνο αισιοδοξίας, η κα Καπόν αναφέρθηκε στον δικό της εγγονό και στην εγγονή του Μπιλ ως τη νέα γενιά που δηλώνει δυναμικά παρών! Ο ιστορικός ερευνητής Γιώργος Πηλιχός ευχαρίστησε για τη συμμετοχή του στην παρουσίαση του βιβλίου και χαρακτήρισε κινηματογραφική τη ροή του βιβλίου στο οποίο εικονογραφούνται λεπτομερώς τα γεγονότα των 1446 ημερών αγωνίας, «το κείμενο έχει μία σεναριακή ιδιομορφία και θα μπορούσε να μετουσιωθεί σε εικόνα», είπε χαρακτηριστικά. Tera igognita αποτελεί το ημερολόγιο, 70 χρόνια μετά το ολοκαύτωμα των Ελλήνων Εβραίων. Στα κοινωνικοοικονομικά προαπαιτούμενα ορίζονται οι επιλογές διάσωσης των καταδιωκόμενων Θεσσαλονικαίων Εβραίων με κομβικό ρόλο να παίζει η χρονική συγκυρία και ο χώρος. Η Θεσσαλονίκη, πολυεθνική μητρόπολη έως το 1912, ενσωματώνεται στο ελληνικό κράτος με αποτέλεσμα να αλλάξει ο εθνικός χαρακτήρας της πόλης. Ήταν ανέφικτη η αφομοίωση μίας διαφορετικής εθνότητας, της Εβραϊκής. ?λλη γλώσσα, άλλη θρησκεία, άλλη κουλτούρα και στην καλύτερη περίπτωση η ενσωμάτωση μία αλλόδοξης μειονότητας θα ήταν εφικτή μόνον με τη βούληση της μειονότητας και την αποδοχή της πλειοψηφίας. Από το 1912 έως το 1940 οι κοινότητες των χριστιανών και των Εβραίων ήταν κλειστά κυκλώματα με την κοινωνική επαφή να εξαντλείται σε ένα απλό χαιρετισμό ενώ οι επαγγελματικές σχέσεις ήταν πολύ περιορισμένες. Πριν από τα γκέτο των Γερμανών υπήρχαν οι Εβραϊκές συνοικίες όπως η περιοχή της Αγίας Τριάδος, της οδού Συγγρού. Και στην πόλη της Θεσσαλονίκης οι Εβραίοι έμεναν σε κάποιες συγκεκριμένες περιοχές χωρίς να υπάρχει κάποιο ουσιαστικό δέσιμο με τους Χριστιανούς. Από το 1922 προστέθηκαν και οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και τον Πόντο οι οποίοι αντιπαρατέθηκαν κοινωνικά και οικονομικά απέναντι στο φθίνων Εβραϊκό στοιχείο της πόλης. Αυτό δυσχέραινε ακόμη περισσότερο την ενσωμάτωση των Εβραίων στην πόλη. Με αυτά τα δεδομένα γίνεται ευκολότερη η εξήγηση της έλλειψης αλληλεγγύης απέναντι στους Εβραίους την περίοδο του διωγμού όπου ελάχιστες οικογένειες χριστιανών έκρυψαν Εβραίους σώζοντάς τους, 73 ήταν συνολικά όσοι διασώθηκαν από χριστιανούς. Στη Θεσσαλονίκη λοιπόν διαβιούσαν δύο κόσμοι και όταν σήκωσαν τον έναν, το κενό συμπληρώθηκε με κόσμο από την ανατολική Μακεδονία και Θράκη που ήταν υπό διωγμό, έφυγαν 40.000 και ήρθαν 50.000 συνολικά οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στα σπίτια που έμειναν κενά. Η απουσία επαφής των δύο κοινοτήτων οδήγησε σε αδιαφορία, «κουβάλησαν τον δίπλα, και; τι έπρεπε να κάνω;», ήταν η άποψη που κυριαρχούσε συν το ότι οι Θεσσαλονικείς δεν ήξεραν ότι φεύγοντας οι Εβραίοι πήγαιναν στο θάνατο αλλά για μετεγκατάσταση. Ταυτόχρονα, το αριστερό αντιστασιακό κίνημα στην περιοχή ήταν ανοργάνωτο και το ΕΑΜ δεν μίλησε για φονικό, στην Αθήνα μόνον υπήρξε μόνον μία προκήρυξη τον Ιανουάριο του 1943. Οι ?γγλοι γνώριζαν από το ’42 τι συνέβαινε στα στρατόπεδα αλλά δεν μιλούσαν. Μερικές αποδράσεις κρατουμένων από τα στρατόπεδα ήταν ιδιαίτερα σημαντικές επειδή οι δραπέτες έγραψαν για το τι συνέβαινε εκεί αλλά οι πληροφορίες δεν αναπαράγονταν μαζικά. Η υπόθεση εργασίας του κου Πηλιχού είναι ότι οι στρατηγικές επιβίωσης των Θεσσαλονικαίων Εβραίων ορίζονταν και από την κοινωνικοοικονομική τους κατάσταση. Θα ήταν αστείο να περιμένουμε ότι ο Εβραίος εργάτης μπορούσε να μετρήσει χρυσές λίρες στους μεσάζοντες ώστε να γλιτώσει από τη γερμανοκρατούμενη πόλη του. Επίσης ένας άλλος παράγοντας έχει να κάνει με την παραδοσιακότητα του πληθυσμού της πόλης με την οποία εξηγείται η άρνηση μερικών να εγκαταλείψουν τους γονείς τους και να καταφύγουν στο βουνό. Ο Μάρκος Βαφειάδης μήνυσε τους νέους να καταφύγουν στο βουνό αλλά από τους 100 που πήγαν παρέμειναν μόνον οι 20 όταν πληροφορήθηκαν ότι οι Γερμανοί ξεκίνησαν τις μεταφορές στην Πολωνία και θέλησαν να βρίσκονται με τις οικογένειές τους. Τέλος, μεγάλο μέρος της ευθύνης αποδίδεται στην κατοχική ηγεσία της κοινότητας και ιδιαίτερα στον γερμανοτραφή αρχιραβίνο Κόρετς ο οποίος δεν πίστευε ότι ένας λαός με κουλτούρα σαν των Γερμανών θα μπορούσε να ήταν κακός. Στην Αθήνα αντίθετα, οι 2.500 Εβραίοι ήταν διασπαρμένοι παντού και ο αρχιραβίνος δεν είχε καθόλου τη γερμανική κουλτούρα μέσα του και αφού ειδοποίησε όλους τους Εβραίους για τον κίνδυνο διέφυγε στο βουνό βοηθούμενος από το ΕΑΜ. Υπήρχαν θεμελιώδεις λοιπόν διαφορές μεταξύ των δύο αρχιραβίνων, στον τρόπο σκέψης και δράσης τους. Η προστασία των Εβραίων της Θεσσαλονίκης από τους Ιταλούς ήταν καθοριστική, έσωσαν περίπου 300 Εβραίους δίνοντάς τους πλαστά ιταλικά έγγραφα και πολλοί κατάφεραν να σωθούν επειδή η πολιτική του Μουσολίνι δεν ήταν αντισημιτική. Η σωτηρία των Εβραίων ήταν η Αθήνα και η επιλογή ήταν ταξική, μόνον οι πολύ εύποροι Εβραίοι είχαν τη δυνατότητα να πληρώσουν τις 50-300 χρυσές λίρες το άτομο στους παράγοντες για προμήθεια εγγράφων και χρηματισμό. Σε πλεονεκτική θέση βρίσκονταν όσοι είχαν εμπορικούς και συγγενικούς δεσμούς με την Αθήνα διότι όποιος έφτανε στην Αθήνα χωρίς να είναι δικτυωμένος αντιμετώπιζε μεγάλο κίνδυνο να συλληφθεί. Στην Αθήνα, εκτός από την παρέμβαση της Εκκλησίας και του Αβέρωφ με την έκδοση πλαστών εγγράφων με χριστιανικά ονόματα, υπήρχαν και παράπλευρες προσπάθειες διάσωσης. Όπως η περίπτωση των τεκτόνων της Αθήνας που προστατεύουν τέκτονες της Θεσσαλονίκης ή του κατοχικού διευθυντή της κρατικής ραδιοφωνίας Γιάννη Βουλπιώτη ο οποίος αν και διατηρούσε ισχυρές σχέσεις με τις κατοχικές αρχές, οργάνωσε τη διαφυγή Ελλήνων Εβραίων προς την Παλαιστίνη μέσω μικρού γραφείου στην Αθήνα σε πολυσύχναστο σημείο της πόλης. Από εκεί, μέσω υπονόμου ή στοάς διέφευγαν προς την ελευθερία. Υπάρχουν περί τις 1.500 ευχαριστήριες επιστολές ανθρώπων που διασώθηκαν με αυτόν τον τρόπο. Ανατρέχοντας στις δύο λίστες Θεσσαλονικαίων Εβραίων διασωθέντων στην Αθήνα ή εκτοπισμένων στην Αθήνα που επέζησαν και παρατίθενται στο βιβλίο, παρατηρούμε ότι κατά πλειοψηφία ανήκουν στην αστική τάξη, ένα αναγκαίο στοιχείο που πρέπει να έχουμε υπόψη μας σε οποιαδήποτε μελέτη για τη διάσωση των διωκόμενων. Σε αυτή την τάξη ανήκει και η οικογένεια του Καπόν. Οι σημειώσεις του μας επιτρέπουν να ανασυστήσουμε το τι σήμαινε να είναι κανείς Θεσσαλονικιός Εβραίος στην κατεχόμενη Αθήνα. Ο κος Πηλιχός συνέχισε αναφερόμενος σε αποτυχημένες περιπτώσεις διάσωσης αλλά και προδοσίες και καταδόσεις Εβραίων που κρύβονταν. Ο επιμελητής της έκδοσης και συγγραφέας Γιάννης Καρατζόγλου ευχαρίστησε όλους που βρίσκονταν στην εκδήλωση και ιδιαίτερα τον εκδότη του Πέτρο Παπασαραντόπουλο τους παρουσιαστές και τον πρόεδρο της Ισραηλιτικής κοινότητας. «Είναι παρούσα η ιστορία» είπε ο συγγραφέας και κατονόμασε όλους όσοι βρίσκονταν στην αίθουσα, μέλη Εβραϊκών οικογενειών και των Καπόν συγκεκριμένα. Εξέφρασε την υποψία του ότι ο Μπιλ κρατούσε σημειώσεις κατά την κατοχή δεδομένων των λεπτομερειών που κατέγραψε αργότερα στο ημερολόγιό του. Για τη διαστρωμάτωση των Εβραίων της Θεσσαλονίκης συμφώνησε με τον κο Πηλιχό και πήγε την ιστορία αρκετά πίσω, στην πυρκαϊά του 1917 μετά την οποία έγινε ο ταξικός διαχωρισμός των Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Οι (πολλοί) άποροι εγκαταστάθηκαν στους οικισμούς που δημιούργησε η κοινότητα και τους συντηρούσε. Από αυτούς τους άπορους δεν πήγε κανένας στην Αθήνα αλλά όλοι τους μπήκαν στα τρένα και χάθηκαν. Στη δεκαετία του ’20 και ’30 η Εβραϊκή κοινότητα ήταν διαιρεμένη σε τρία κόμματα, στους πολύ λίγους Αφομοιωτικούς που πίστευαν ότι πρέπει να αφομοιωθούν στην Ελλάδα, στους πολλούς Σιωνιστές που πίστευαν ότι κάποτε θα πάνε στη Σιών και στους κομμουνιστές. Η χριστιανοί και Εβραίοι ζούσαν σε δύο ασύμπτωτους κόσμους κάτι που είχε επίδραση και στο εμπόριο με λίγες τις κοινές επιχειρήσεις χριστιανών και Εβραίων και όπου υπήρχαν αυτοί οι εμπορικοί δεσμοί ήταν και μία ελπίδα σωτηρίας, περισσότερο στην Αθήνα παρά στην Θεσσαλονίκη. Για τη Θεσσαλονίκη ειδικά, ανέφερε περιστατικό αιτήματος προς τον πρόεδρο του Εμπορικού Επιμελητηρίου να παρέμβει και να βοηθήσει την Εβραϊκή κοινότητα και ο οποίος δεν ανταποκρίθηκε. Στο τέλος, εξέφρασε την πεποίθησή του ότι θα αρχίσουν να δημοσιεύονται ακόμα περισσότερες πληροφορίες για το τι έγινε τότε στην κατοχή.