Οι εκδόσεις Επίκεντρο πραγματοποίησαν εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου του Βασίλη Βαμβακά: «Ο λόγος της κρίσης. Πόλωση, βία, αναστοχασμός στην πολιτική και δημοφιλή κουλτούρα» την Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2016, στο Polis Art Café. Για το βιβλίο μίλησαν οι:
και ο συγγραφέας, Βασίλης Βαμβακάς, επ. καθηγητής τμ. Δημοσιογραφίας και Μ.Μ.Ε., Α.Π.Θ.. Τη συζήτηση συντόνισε ο Πέτρος Παπασαραντόπουλος. Σας ευχαριστούμε θερμά για την παρουσία και τη συμμετοχή σας. **Αναδημοσίευση από το site της Bookia: Ο Πέτρος Παπασαραντόπουλος, ο εκδότης του Επίκεντρου, ευχαρίστησε με τη σειρά του τους παρευρισκόμενους, το «Φιλόξενο Polis Art Cafe και τον Βασίλη Χατχηιακώβου» για τη φιλοξενία. Αναφέρθηκε περιεκτικά στο ιστορικό της έκδοσης αλλά και, όπως κάνει σε κάθε παρουσίαση, κατέθεσε τη δική του άποψη και τους λόγους για τους οποίους θεωρεί το βιβλίο πολύ «ενδιαφέρον και χρήσιμο». «Κυκλοφόρησε το Δεκέμβριο του 2014 και άρα είναι ένα βιβλίο προ ΠΦΑ, δηλαδή προ Πρώτη Φορά Αριστερά», είπε συνδέοντας την έκδοσή του με τις πολιτικές εξελίξεις που ακολούθησαν. «Είναι ένα βιβλίο που ασχολείται με την “αυτοεικόνα” της ελληνικής κοινωνίας πριν την κυβέρνηση συνεργασίας ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ, δηλαδή εξετάζει την ιδεολογική αποσκευή της χώρας παραμονές κατάληψης της εξουσίας από το μόρφωμα ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ». «Αιχμαλωτίζει τα βασικά στερεότυπα του κοινού νου για την πρόσληψη της κρίσης, όχι μόνο στα επίσημα κείμενα, δημοσιογραφικά ή πολιτικά, αλλά και στην δημοφιλή ποπ κουλτούρα και σε άλλες εκφράσεις της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Εντοπίζει επίσης τη χωρική μετατόπιση στο διάλογο ανάμεσα στους λόγους της κρίσης, Αυτό που παλαιότερα αποκαλούνταν “πράσινοι” και “μπλε” καφενέδες είναι πλέον το Facebook, το Twitter και η μπλογκόσφαιρα. Έχουμε μία μετατόπιση ως προς το Μέσο αλλά τον ίδιο μανιχαϊστικό τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονταν και αντιμετωπίζονται τα πολιτικά φαινόμενα». «Αυτό το μανιχαϊσμό περιγράφει εξαιρετικά ο συγγραφέας σε μία παράγραφο», είπε ο κος Παπασαραντόπουλος και διάβασε αυτή την παράγραφο. «Τα σχήματα ερμηνείας που κυριαρχούν στο δημόσιο λόγο για την ελληνική κρίση, θα μπορούσαν να συνοψιστούν σε δύο. Το ένα που είναι αριστερής έμπνευσης αλλά πολυσυλλεκτικής αποδοχής και συχνά εθνικιστικής μετάφρασης, βλέπει την κρίση να ξεσπά εναντίον του ελληνικού λαού κυρίως εξαιτίας των μνημονίων και της νεοφιλελεύθερης κυριαρχίας που επεκτείνεται μέσω αυτών. Το δεύτερο έχει εκσυγχρονιστικές και φιλελεύθερες ορίζουσες, συχνά με την άκριτη πίστη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τις επιβαλλόμενες πολιτικές της και διαβλέπει την καταστατική αδυναμία της ελληνικής πολιτικής, οικονομίας και κοινωνίας να μπει έστω και με αναγκαστικό τρόπο στον κόσμο της νεωτερίσκευσης. Έχουν εμφανιστεί και ενδιάμεσες προσπάθειες ερμηνείας οι οποίες όμως είτε έχουν μικρή επιρροή είτε υπό το πολωτικό κλίμα που διαμορφώνουν τα δύο ισχυρά σχήματα που υποστηρίζουν οι φιλομνημονιακοί και αντιμνημονιακοί, τείνουν α απορροφηθούν αυτοβούλως ή αναγκαστικά από τη μία ή την άλλη πλευρά». Ως κριτήριο εκτίμησης της αξίας του βιβλίου ανέφερε την καταγραφή των τρόπων με τους οποίους τα αντιμνημονιακά στερεότυπα εισέρχονται στον κοινό νου από διαφορετικές διόδους και ανέφερε ως σχετικό παράδειγμα ένα στίχο του Σταμάτη Κραουνάκη ενώ έκλεισε λέγοντας, «Όλη αυτή η αφήγηση που λειτούργησε ως κονίαμα της ελληνικής κοινωνίας, στις 8/7/15, εξεμέτρησε το ζύγι… το ιερό τοτέμ του αντιμνημονιακού λόγου ήταν μία φαινάκη. Έκτοτε η χώρα πορεύεται σε ιδεολογικό κενό». Ο καθηγητής Γιάννης Βούλγαρης χαρακτήρισε το συγγραφέα ως «Έναν από τους πιο οξυδερκείς αναλυτές του δημόσιου λόγου» και ως ισχυρό στοιχείο της ανάλυσής του σημείωσε το ότι «Ανατρέπει όλα τα καθιερωμένα πολιτικά δίπολα με τα οποία αναλύουμε συνήθως την πολιτική κατάσταση, λαϊκισμός έναντι εκσυγχρονισμού, παράδοση έναντι σύγχρονου…». «Μας εξηγεί πως ένα λαϊκιστικό εκ πρώτης όψεως φαινόμενο μπορεί να παράγει εκσυγχρονιστικά αποτελέσματα και αντιστρόφως ένα σύγχρονο φαινόμενο μέσα στην καρδιά της ψηφιακής τεχνολογίας να αναπαράγει πλήρως ξεπερασμένες νοοτροπίες, συμπεριφορές και λόγο». Την «Κοινωνιολογική ανάλυση της κατανάλωσης» σημείωσε ως ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο της ανάλυσης του συγγραφέα, «Τις υποκειμενικότητες και νοοτροπίες που δημιουργούνται στην κατανάλωση και ιδιαίτερα τη νεανική, για αυτό και μπορεί να βλέπει την πολύπλοκη λειτουργία των μοντέρνων τάσεων». Συνέχισε αναφερόμενος στα χαρακτηριστικά της ελληνικής κρίσης η οποία, όπως είπε, μπορεί να οριστεί ως «Ο κοινός τόπος της παγκόσμιας κρίσης του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού του 2008, της προβληματικής αρχιτεκτονικής του Ευρώ και των εθνικών παθογενειών». «Στη διάρκεια αυτής της 5ετίας παίχτηκε ποια από αυτές τις όψεις ερχόταν στην επιφάνεια και που δίνονταν το βάρος από τις πολιτικές δυνάμεις ώστε να τις εκμεταλλευτούν πολιτικά», είπε και σχολίασε ως βασική ιδιαιτερότητα της ελληνικής κρίσης το ότι «η χώρα δεν μπορεί να βγει από αυτήν, με τη νέα κυβέρνηση να έχει δεσμεύσει τη χώρα για ακόμα 3 χρόνια, το βάθος, η διάρκεια και οι εθνικές ιδιαιτερότητες». «Ο αντιμνημονιακός λόγος είναι ο πρωταγωνιστής του βιβλίου. Λόγος πολωτικός, βία και μαγκιά στον πολιτικό λόγο με κρίση συνεννόησης. Λόγος συνωμοσιολογικός παράγοντας απλούστευση σε πολύπλοκα φαινόμενα, ο Εβραίος, το κεφάλαιο, ο ξένος, ο Σόιμπλε, για να δοθεί λογική σε επιμέρους φαινόμενα που δεν μπορούμε να συλλάβουμε. Λόγος συγκαλυπτικός που παράγεται μέσω της μετατόπισης από τη χρεωκοπία στο μνημόνιο, από την ασθένεια στο φάρμακο και αναλύοντας αυτό το λόγο θα δούμε ότι δεν ήταν πάντα έτσι, άλλαξε σε διάφορες φάσεις της κρίσης». «Οξυδερκής παρατήρηση του συγγραφέα είναι ότι ο αντιμνημονιακός λόγος έχει σύνθετες ιδεολογικές συναρθρώσεις στο εσωτερικό του, λόγο σύγχρονο, παραδοσιακό, εθνικής ή παγκοσμιοποιημένης κοπής. Ρατσισμός, Εθνικισμός, Λαϊκισμός. Τα ΜΜΕ πολλαπλασίασαν την ισχύ αυτών των συνιστωσών. Ο συγγραφέας αμφισβητεί και διαψεύδει τη δήθεν συστράτευση των μεγάλων ΜΜΕ στον δήθεν αντιμνημονιακό λόγο. Αντίθετα, παρήγαγαν μία γνωστική και ενημερωτική ανασφάλεια. Το στήσιμο των πάνελ, η απουσία επιστημονικού λόγου ή ο διχασμός και η πόλωση, η καρδιά και η ουσία αυτού του λόγου και της επιτυχίας του. Το ίδιο και για τα social media που παρά το καινοφανές αναπαράγουν παραδοσιακούς τρόπους όπως τα κατεστημένα ΜΜΕ. Μία συντηρητική υπεράσπιση των προ κρίσης επιπέδων ευημερίας και κατανάλωσης». «Έγινε ηγεμονικός ο αντιμνημονιακός λόγος;», αναρωτήθηκε ο κος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης & Ιστορίας για να απαντήσει διαβάζοντας ένα απόσπασμα από το βιβλίο σημειώνοντας εξ αρχής ότι είναι γραμμένο πριν την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, «Εδώ ίσως να βρίσκεται εν μέρει η εξήγηση του γιατί ο αντιμνημονιακός λόγος που τείνει να πάρει χαρακτηριστικά ηγεμονικά στο δημόσιο λόγο δεν απέκτησε μέχρι τώρα την αντίστοιχη πολιτική ισχύ και κυβερνησιμότητα». Εν τω μεταξύ απέκτησε πολιτική ισχύ και κυβερνησιμότητα αλλά ο ομιλητής έθεσε πάλι ένα ερώτημα, «Έγινε ηγεμονικός;». «Όχι», απάντησε ο κος Βούλγαρης «διότι προσέκρουσε σε δύο εμπόδια, στους ευρωπαϊκούς συσχετισμούς και κανόνες της ΕΕ και στην άρνηση της κοινωνίας να εγκαταλείψει τρόπους ζωής». Στη συνέχεια έκανε αναφορά «στον αντίθετο λόγο, αυτόν που συνηθίζουμε να αποκαλούμε “μνημονιακό”» και ζήτησε να επισημάνει το ασύμπτωτο μεταξύ των δύο λόγων, «Ο αντίθετος λόγος δεν ήταν μνημονιακός, ήταν φιλοευρωπαϊκός και υπό αυτή τη μορφή πλειοψηφούσε σε αυτό το στρατόπεδο, η πλειοψηφία του Ευρώ της τάξης του 85% και η σφυρηλάτηση μίας πιο στρατευμένης συλλογικής δραστηριότητας του 40%». «Ήταν τελικά αυτός ο φιλοευρωπαϊκός μνημονιακός λόγος ελιτίστικος ορθολογισμός; Λόγος εκβιασμού ή εκφοβισμού; Τα γεγονότα απέδειξαν και ανέδειξαν τους πραγματικούς κινδύνους, νομίζω ότι περάσαμε ξώφαλτσα από τον γκρεμό και όσα διαβάσουμε το τελευταίο διάστημα το αποδεικνύουν. Ο ιδεολογικός ακτιβισμός της “δραχμής” είναι πιο ελιτίστικος απ’ ό,τι είναι η υπεράσπιση του Ευρώ πίσω από την οποία υπάρχει μία λαϊκότητα, μία συνείδηση ότι η ευρωπαϊκή διάσταση των πραγμάτων είναι συνυφασμένη με τους λόγους ύπαρξης του εργαζόμενου, του μισθωτού, του εργάτη, του φοιτητή, του αυτοαπασχολούμενου… Η “κωλοτούμπα του ΣΥΡΙΖΑ έγινε όταν φάνηκε ότι το αντιμνημόνιο οδηγούσε στη δραχμή». «Ο αντιμνημονιακός λαός που κατασκεύασε ο ΣΥΡΙΖΑ, όλο και περισσότερο γίνονται επιμέρους ομάδες που συγκρούονται με τη διάψευση των προσδοκιών και των υποσχέσεων». Ο καθηγητής Νίκος Δεμερτζής ευχαρίστησε με τη σειρά του για την πρόσκληση να παραβρεθεί και να μιλήσει για το βιβλίο και συνέχισε, «Το βασικό μου κίνητρο για να είμαι εδώ σήμερα είναι το ότι το βιβλίο αυτό δίνει αφορμές για σκέψη γύρω από πολλά και διαφορετικά πράγματα». «Ίσως θα έπρεπε ο τίτλος να ήταν στον πληθυντικό διότι προφανώς δεν υπάρχει ένας λόγος που αρθρώνεται γύρω από την κρίση. Το βιβλίο προστίθεται στα πολλά που έχουν γραφτεί και συζητηθεί για την Ελλάδα, για μία πρωτόγνωρη κατάσταση για τη χώρα. Καμιά φορά πάσχουμε από “κρισιολογία”, μιλάμε για αυτήν τουλάχιστον από τα μέσα του ’70. Συνήθως λέμε ότι δεν είναι απλώς δημοσιονομική, είναι περίπλοκη, πολύπλευρη, νοήματος, νομιμοποίησης του συστήματος». «Ο συγγραφέας προσπαθεί να αναλύσει τις πολλές πλευρές της κρίσης. Τα κείμενά του στο βιβλίο μας δίνουν αφορμή να σκεφτούμε», είπε και απευθυνόμενος στο συγγραφέα σχολίασε ότι ίσως θα ήταν καλύτερο να έδινε κείμενα τα οποία θα στήριζε στις δημοσιεύσεις του και θα τα ανέλυε περισσότερο παρά να δώσει τόση πολύ τροφή. Σημείωσε ότι ο συγγραφέας «παίρνει πολύ σοβαρά τη δημοφιλή κουλτούρα», όχι ως συνωμοτικής παραγωγής αλλά μίας συνδημιουργίας όπου κατασκευάζονται ταυτότητες, «δηλώνοντας ότι μία άλλη δημοφιλής κουλτούρα είναι εφικτή». «Μέσα από τις εναντιωματικές αναγνώσεις, δημιουργούνται αντιστάσεις», είπε για το πως μπορεί να διαμορφωθεί αυτή η νέα κουλτούρα και σχολίασε το φαινόμενο του ατομικισμού. «Στην Ελλάδα έχουμε μία συνάρθρωση ενός υπερκαταναλωτικού ατομικισμού με ένα είδος προ-νεωτερικού ατομικισμού και αυτό σε μεγάλο βαθμό θρέφει και θρέφεται από την ιδιόμορφη σχέση παράδοσης και εκσυγχρονισμού. Επισημαίνει ο συγγραφέας ότι αυτό που λέμε νεο-ατομικισμό δεν είναι καταδικασμένος στη λογική του εμπορικού μάρκετινγκ αλλά από μόνος έχει τη δυναμική τού “και το ένα και το άλλο”, άγεται και φέρεται από τη διαφήμιση αλλά παράλληλα ενέχει μία χειραφετική δυναμική. Η κατανάλωση μπορεί να λειτουργήσει με εναλλακτικούς και εναντιωματικούς τρόπους». «Πολύ ενδιαφέροντα αποτελέσματα έχει αποφέρει η σκέψη του συγγραφέα και εύχομαι σε αυτή την κατεύθυνση να συνεχίσει να κινείται και στα επόμενα χρόνια». Ο δημοσιογράφος Ηλίας Κανέλης αποποιήθηκε την ιδιότητα του δημοσιογράφου οικειοποιούμενος αυτή του editor του Βασίλη Βαμβακά και αστειευόμενος ζήτησε ποσοστά από τον εκδότη διότι, όπως είπε, «εκτός από μερικά κείμενα, όλα τα υπόλοιπα είναι κείμενα τα οποία έχουμε συζητήσει» και συνέχισε μιλώντας για το συγγραφέα και την προσωπικότητά του. «Τον γνώρισα από τον Παναγή Παναγιωτόπουλο, ως “ο μικρός”, ήταν πράγματι ο πιο μικρός. Ασχολούνταν με θέματα όχι ακαδημαϊκά αλλά το έκανε με πολύ ακαδημαϊκό τρόπο κάτι που εμένα με ξένιζε διότι πίστευα ότι έπρεπε να λέει τα πράγματα με απλούστερο τρόπο. Έτσι έγινα ο editor. Βρεθήκαμε σε συνεδριάσεις, ταβέρνες, διασκεδάσεις… Αναμετρηθήκαμε με ό,τι αργότερα εξελίχθηκε στα μεγάλα φαινόμενα των τελευταίων χρόνων της μεταπολίτευσης, έως την κρίση». «Από το 2010 ο χρόνος των συνομιλιών σας ελαχιστοποιούνταν, π.χ. του ανέφερα επιγραμματικά το θέμα ενός κειμένου και είχα το κείμενο όταν έπρεπε. Είναι ευρηματικός, δουλευταράς, εξαιρετικός χειριστής της ορολογίας και των φαινομένων και παραγωγικός, είναι ο δεύτερος γρήγορος συνεργάτης μας μετά την Κατερίνα Σχινά». «Από τα ωραιότερα στην προσέγγιση του Βαμβακά είναι η προσέγγισή του στο μικροαστισμό σε σχέση με τη ρητορική της επανάστασης που δέσποζε στη μεταπολίτευση και η προσπάθειά του να την αποδομήσει και να την προσγειώσει στις στρατηγικές του φαινομένου. Εξίσου σημαντική όμως είναι η υποκειμενική ανάγνωση των λαϊκών τραγουδιών ως την πιο διαδεδομένη μορφή της ποπ κουλτούρας», είπε και διάβασε αποσπάσματα από στίχους της περιόδου της κρίσης με τα οποία υποστήριξε την παραπάνω θέση του. «Νομίζω ότι ο Βασίλης Βαμβακάς έχει δίκιο και αν ζούσε ο Μποστ σήμερα, θα ήταν άνεργος.» Η δημοσιογράφος Ξένια Κουναλάκη δήλωσε την πρόθεσή της να μην πει κάτι «τρομερό», ούτε να μιλήσει για αυτό το βιβλίο αλλά για το επόμενό του, «Το οποίο ίσως γράψει από κοινού με τον Παναγή Παναγιωτόπουλο μιας και έχουν πάρει το βάπτισμα του πυρός με το λεξικό της δεκαετίας του ’80». «Μιας και μιλάμε για το λόγο της κρίσης θα ήταν χρήσιμο ένα γλωσσάρι και σκέφτηκα να δώσω μερικά τέτοια παραδείγματα», είπε και για κάθε γράμμα της αλφαβήτου έδωσε ένα χαρακτηριστικό λήμμα, λέξεις που σημάδεψαν την περίοδο των τελευταίων χρόνων, «Βία, Γερμανοτσολιάς, Διαπλοκή …». Στο βίντεο που συνοδεύει το ρεπορτάζ μπορείτε να ανατρέξετε στην ομιλία της της κας Κουναλάκη για το πλήρες «Λεξικό», την οποία ο εκδότης κος Παπασαραντόπουλος χαρακτήρισε στο τέλος ως «Ευρηματική». Ο καθηγητής Παναγής Παναγιωτόπουλος σχολίασε ότι «Κανονικά θα έπρεπε να τελειώσουμε με την Ξένια γιατί ήταν σαρωτική και καταιγιστική». Χαρακτήρισε πολύ σημαντικά τα γεγονότα της ?νοιξης και του Καλοκαιριού στο Σύνταγμα και στις άλλες πλατείες της χώρας, «Κομβικής σημασίας γεγονότα στην πολιτικοποίηση των μαζών και στην οργάνωση του κοινωνικού ψυχισμού» και θύμισε το ιστορικό των συγκεντρώσεων, τους λίγους στην αρχή που ζητούσαν δημοψήφισμα και τη μαζικοποίηση στη συνέχεια. «Είμαστε ταυτισμένοι με το Βασίλη τόσο πολύ που αν είμαι επαινετικός θα κατηγορηθώ ότι θέλω να πάρω από τη δική του ενέργεια, σκέψη, στοχαστικότητα και διεισδυτικότητα. Οπότε θα υποδυθώ τον απλό συνεργάτη». «Αυτό που αποτυπώνει στο βιβλίο, χωρίς να το εξαντλεί, μας προτείνει ένα ανοιχτό ερευνητικό πρόγραμμα που αφορά και τον ειδήμονα και τον ενημερωμένο ή κριτικό πολίτη. Αποτελεί για μένα ένα πεδίο με ισχυρές αρχές, ισχυρούς πυλώνες αλλά δεν απαγορεύει τίποτα. Πως το κάνει; Αυτό θα προσπαθήσω να σας πω». «Ο Βασίλης βγαίνει από την αδράνεια του κοινωνιολογισμού, δεν αποδίδει τα πάντα στην κοινωνία, ως κάτι που είναι κάτω και αντανακλάται πάνω. Έτσι μπορεί και εξέρχεται από τον κοινωνικό ντετερμινισμό. Μας λέει ότι όλα τα κοινωνικά φαινόμενα δεν προέρχονται από τη διαφωνία ανθρώπων που έχουν διαφορετικά οικονομικά συμφέροντα. Δεν αποδέχεται όμως και την ιδέα της ανυπαρξίας της κοινωνίας και την ύπαρξη απλώς παικτών που κάνουν υπολογισμούς». «Δημιουργεί ένα πεδίο όπου το κοινωνικό συναίσθημα αποτυπώνεται και αξίζει να καταγραφεί με όλες τις μορφές με τις οποίες εκφράζεται». «Χωρίς να μιλάει κανονιστικά και να κουνάει το δάχτυλο, θέτει πολλά πράγματα σε διάλογο. Στοχάζεται πάνω σε φαινομενικά απλά γεγονότα τα οποία αναγάγει σε κοινωνική εμπειρία», είπε και ανέφερε ανάλογα παραδείγματα όπως ο γυμνός άνδρας στο Σύνταγμα που έτρεχε εν μέσω ταραχών ή μηνύματα τουίτερ που δεν ταίριαζαν τη στιγμή της δημοσίευσης. «Δεν μπορούμε να αποδεχτούμε το διυσμό εξουσία και αντιεξουσία. Αν και ακούγεται εύκολο, δεν είναι. Ο Βασίλης μας το δείχνει, με παραδείγματα. Η ματιά του δεν είναι καθόλου ελιτίστικη, δεν κρίνει την κοινωνία, δεν μιλάει στο όνομα κάποιας κανονιστικής ελληνικής ταυτότητας. Είναι από τους λίγους που έκαναν μία πραγματιστική παραδοχή, για να μελετήσουμε την ελληνική κοινωνία και τη μνημονιακή Ελλάδα θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι η κρίση είναι πραγματική, όχι μόνον οι επιπτώσεις της, κάτι που δεν είναι αυτονόητο, υπάρχει λόγος που πιστεύει ότι η κρίση είναι τεχνητή». Ο ίδιος ο συγγραφέας Βασίλης Βαμβακάς εξέφρασε την αδυναμία του να μιλήσει «μετά από τις πολύ ενδιαφέρουσες και πολύ καλοπροαίρετες προσεγγίσεις πάνω στο βιβλίο». Ευχαρίστησε τις εκδόσεις Επίκεντρο που «σε δύσκολους καιρούς έβαλαν πλάτη για να εκδοθεί το βιβλίο του». Περιέγραψε το περιεχόμενο ως τη συγκέντρωση άρθρων και ομιλιών του αλλά εξέφρασε και τον προβληματισμό που είχε πριν την έκδοση με την αίσθηση ότι κάτι τέτοιο ίσως έδειχνε έναν μεγαλοϊδεατισμό για τον εαυτό του, κάτι που δεν ισχύει, «όσοι με γνωρίζουν ξέρουν ότι δεν τον κατέχω», είπε. «Βλέποντας τα κείμενά μου της τριετίας της κρίσης ’11-’13, σκέφτηκα ότι άξιζε τον κόπο επειδή ήταν ιμπρεσιονιστικό επιστημονικό εγχείρημα έως ένα βαθμό. Δυστυχώς ή ευτυχώς, ο δικός μας χώρος έχει να επιδείξει πολλές μελέτες, υπό ανάπτυξη αλλά και δημοσιευμένες και έχουμε το “κουσούρι” να ειδικευόμαστε στο ένα και συγκεκριμένο το οποίο προσπαθούμε να αναλύσουμε, να ξεψαχνίσουμε, να τεκμηριώσουμε. Ένας επιστημονικός φορμαλισμός από τον οποίο απαλλάχτηκα λίγο σε αυτό το βιβλίο διότι πιστεύω ότι η κρίση είναι ένα απεριόριστο ψηφιδωτό πραγμάτων που αν το χάσουμε θα χάσουμε και τη δυνατότητα να το ερμηνεύσουμε». Δήλωσε ότι χρωστάει πολλά στον Ηλία Κανέλλη για αυτά τα κείμενα, για την υπέρβαση ενός επιστημονικού ταμπού, «μπορώ να μιλήσω με μία γλώσσα που δεν απευθύνεται μόνον στην πανεπιστημιακή κοινότητα αλλά σε όλους, με έναν εκλαϊκευμένο επιστημονικό λόγο». «Τα κείμενα γράφονται εν θερμώ, μέσα στην κρίση και προφανώς με ένα υποκειμενισμό, πολιτικό σε μερικές περιπτώσεις αλλά όχι εν κενώ θεωρητικό, επιστημονικό, ερευνητικό, προσπαθεί να ερευνήσει και να συζητήσει μερικά πράγματα. Είναι ένας αναστοχασμός. Ελπίζω να το βρείτε ενδιαφέρον», είπε ο συγγραφέας κλείνοντας την εκδήλωση.