Ο έρωτας στα χρόνια του ΣΥΡΙΖΑ

Σταύρος Κωνσταντινίδης
Πέμπτη 15-12-2016,
19:00,
Free Thinking Zone

Οι εκδόσεις Επίκεντρο πραγματοποίησαν εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου του Σταύρου Κωνσταντινίδη: Ο έρωτας στα χρόνια του ΣΥΡΙΖΑ την Πέμπτη, 15 Δεκεμβρίου 2016, στο Free Thinking Zone. Για το βιβλίο μίλησαν οι:

Ανδρέας Λοβέρδος, βουλευτης, πρώην Υπουργός,
Πέπη Ραγκούση, δημοσιογράφος,
Πέτρος Τατσόπουλος, συγγραφέας, πρώην βουλευτής,
Σώτη Τριανταφύλου, συγγραφέας

και ο συγγραφέας, Σταύρος Κωνσταντινίδης. Τη συζήτηση συντόνισε ο Πέτρος Παπασαραντόπουλος. Σας ευχαριστούμε για την παρουσία και συμμετοχή σας. Όπως σημειώνει στον πρόλογο του, ο Νικόλας Σεβαστάκης “το βιβλίο εναλλάσσει μικρούς στοχασμούς και κάδρα ζωής. Η ανάλυση συναντά το ‘ημερολόγιο’, την ανάμνηση, την ποιητική αναμόχλευση μιας τετριμμένης εικόνας. Ο συγγραφέας ασκεί την παρατήρηση της σύγχρονης ζωής χωρίς φόβο”. Ή όπως το περιγράφει ο ίδιος ο συγγραφέας: “Οι ανθρώπινες σχέσεις και ο ερωτικός, κοινωνικός διχασμός στα χρόνια του ΣΥΡΙΖΑ. Οι πρωταγωνιστές της πρώτης φορά αριστεράς και ο πολιτικός σουρεαλισμός. Ο πολιτισμός της καθημερινότητας των πόλεων. Αδημοσίευτες ιστορίεςαπό τα χρόνια των κρίσεων της Πολιτικής Αεροπορίας. Η δημόσια ψυχανάλυση στις διαδρομές και στους δρόμους της Θεσσαλονίκης. Οι στάσεις στα μπαρ και οι σκέψεις σε κοφτά διηγηματάκια για τους ανθρώπους μου και τα συναισθήματα της στιγμής. Η σημειολογική ματιά των γεγονότων στο πληκτρολόγιο του κινητού. Η στοχαστική περιπλάνηση μεταξύ Αθήνας και Θεσσαλονίκης. Αυτά και άλλα τόσα είναι το βιβλίο”… Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα της Bookia: http://www.bookia.gr/index.php?action=Blog&post=e6e5a884-d335-4b17-aac9-4866843314c7 «Το βιβλίο του Σταύρου Κωνσταντινίδη επιδέχεται πολλαπλές αναγνώσεις», είπε ο κος Πέτρος Παπασαραντόπουλος καλωσορίζοντας τους παρευρισκόμενους στο Free Thinking Zone και συμπλήρωσε, «είτε ως συλλογή κειμένων πολιτικής κριτικής, είτε ως μία σειρά δοκιμίων». Προσωπικά, ο κος Παπασαραντόπουλος το προτιμά ως μία σειρά μικρών διηγημάτων και συνεπώς, ως λογοτεχνία. «Μικρά γεγονότα αποκτούν με τη γραφή του συγγραφέα ευρύτερες διαστάσεις όπου το σημαίνον αποκολλάται από το σημαινόμενο, τα μεγάλα προκύπτουν από τα μικρά», συνέχισε και κατέταξε το έργο σε αυτά που ασχολούνται με την ανθρωπολογία της κρίσης, μαζί με τα κείμενα Πέτρου Μαρτινίδη, του Δημήτρη Φύσσα και του Πέτρου Μάρκαρη, με κοινό χαρακτηριστικό τους το ότι σκιαγραφούν ανθρώπινους χαρακτήρες και τις μεταλλάξεις τους στη διάρκεια της κρίσης. Διάβασε απόσπασμα από το βιβλίο για την επαλήθευση των παραπάνω και αναφέρθηκε στο Νικόλα Σεβαστάκη ο οποίος προλογίζοντας επισήμανε τα ίδια χαρακτηριστικά, την εναλλαγή στοχασμών και στιγμιότυπων ζωής, την ποιητική αναμόχλευση μίας τετριμμένης εικόνα, με το συγγραφέα να παρατηρεί τη ζωή χωρίς φόβο, να διαπιστώνει ότι το προσωπικό ξανάγινε πολιτικό αλλά συχνά με τον χειρότερο δυνατόν τρόπο, «μέσα από το κραυγαλέο της ρηχής αγανάκτησης», όπως έγραψε. «Ένας κόσμος “πολιτικοποιήθηκε” μέσα από την εκλαΐκευση του δίπολου “φίλος-εχθρός” και το φαρμάκι του εθνικισμού μεταμφιεσμένο σε ρομαντισμό της αντίστασης το οποίο έπληξε τον πυρήνα των διαπροσωπικών σχέσεων», συνέχισε ο κος Παπασαρανόπουλος σημειώνοντας ότι αξίζει να κάνει μία ακόμα επισήμανση, «συνήθως όλες οι μορφές τέχνης ανθούν σε ολοκληρωτικά καθεστώτα, ως αντίδραση των ανθρώπων του πνεύματος στην ανελευθερία, κάτι που δεν έχει συμβεί στην Ελλάδα της κρίσης ίσως επειδή το αυταρχικό καθεστώς έχει αριστερό πρόσημο». Ξεχώρισε την άνθηση της πολιτικής γελοιογραφίας και βιβλία όπως του Σταύρου Κωνσταντινίδη που συνεισφέρουν στην ανάπτυξη μίας κριτικής συνείδησης χωρίς να το κραυγάζουν με παιγνιώδη διάθεση. Η κα Πέπη Ραγκούση αναφέρθηκε στην πρόταση του συγγραφέα να συμμετάσχει στην παρουσίαση του βιβλίου του, του οποίου ο τίτλος της ενέπνευσε ανέκδοτο το οποίο μοιράστηκε στην αίθουσα, δείχνοντας τη «συνεχή απομείωση που έχουμε ζήσει τα τελευταία χρόνια, συνηθίζοντας “το τέρας”», όπως είπε. Διαβάζοντας το βιβλίο ξεχώρισε το πως ο συγγραφέας, από τις ενδυματολογικές επιλογές των πολιτικών όπως ο Κατρούγκαλος και ο Κυρίτσης, αποσαφηνίζει το χαρακτήρα τους, «όσοι δεν κρίνουν από την εξωτερική εμφάνιση, πιάνονται κορόιδα, τα προφανή είναι τα πιο σημαντικά», σημείωσε η κα Ραγκούση και σχολίασε το πόσο συχνά ο συγγραφέας χρησιμοποιεί λέξεις με πρώτο συνθετικό το «αυτο-», «αυτοκολακεία, αυτοεπιβεβαίωση, αυτολανσάρισμα, αυτοθαυμασμός, αυτοδικαίωση…», «Μόνος μου δικάζομαι, μόνος μου δικαιώνομαι, μόνος μου προχωράω», συμπλήρωσε. Ως συνέχεια της αυτοαναφορικότητας σημείωσε το πως το «αυτο-» έχει σιγά σιγά μετακυλιστεί και στους καθημερινούς ανθρώπους οι οποίοι πείστηκαν από την κυβέρνηση ότι «η Μέρκελ και ο Σόιμπλε έχουν κάτι προσωπικό με τον ίδιο». Συνδέοντας τον «έρωτα» και το «ΣΥΡΙΖΑ» η κα Ρεμπούση, ξεχώρισε την ερωτική σχέση που διαφαίνεται μεταξύ των δύο λέξεων συνδυάζοντας το ότι το «τράβηγμα της συζήτησης σε ακραίο χρονικό όριο» εκλαμβάνεται ως ηρωική διαπραγμάτευση, κατ΄αντιστοιχία με τους ερωτικούς καυγάδες. «Το ενδιαφέρον του βιβλίου δεν στέκεται μόνο στο ΣΥΡΙΖΑ», είπε η κα Ραγκούση και αναφέρθηκε στη διάθεση που της δημιούργησε να επισκεφθεί τη Θεσσαλονίκη, διαβάζοντας τις σχετικές ιστορίες, «Να δω τα μέρη που δεν έχω πάει αλλά να νιώθω οικεία μέσα από τις περιγραφές». Για την αίσθηση που έχουμε για τους δημόσιους χώρους θεωρώντας τους ταυτόχρονα και δικούς μας και ξένους… Για την αίσθηση που έχουμε για τους δημόσιους χώρους θεωρώντας τους ταυτόχρονα και δικούς μας και ξένους, διάβασε σχετικό απόσπασμα από το βιβλίο συγκρίνοντας με τη σχετική κουλτούρα των βόρειων χωρών της Ευρώπης και χαρακτήρισε ανάλογα κομμάτια ως «μικρούς θησαυρούς που βοηθούν να γίνουν λόγια τα πράγματα που έχουμε στο μυαλό μας». Ο κος Πέτρος Τατσόπουλος αναφέρθηκε αρχικά στο πως γνώρισε το συγγραφέα, ως διοικητή της πολιτικής αεροπορίας, από την οποία θητεία του υπάρχουν 2 αυτοβιογραφικές ιστορίες στο βιβλίο, μία αεροπειρατεία και μία απειλή τρομοκρατικής επίθεσης στην Ευρωπαϊκή Σύνοδο του 2003, κρίσεις τις οποίες κλήθηκε να διαχειριστεί. Αναφέρθηκε στην πρόταση του συγγραφέα, πάλι ως διοικητής της ΥΠΑ, να εορταστούν τα 100 χρόνια της Πολιτικής Αεροπορίας καλώντας τους συγγραφείς να γράψουν μία ιστορία για το αεροδρόμιο της γενέτειράς τους, ιστορίες οι οποίες στη συνέχεια θα εκδίδονταν και σε βιβλίο. Μία πρόταση που «πήγε άπατη» διότι έπεσε πάνω στις διαδηλώσεις των συμβασιούχων της Ολυμπιακής. Στη συμπεριφορά του συγγραφέα εκείνη την περίοδο και στις καταστάσεις που δημιουργήθηκαν, ο κος Τατσόπουλος διέκρινε έναν άνθρωπο που «κάνει το στοιχειώδες», όπως είπε, «ήταν εκεί αναλαμβάνοντας τις ευθύνες του». Συγκρίνοντας εποχές, 4-5 χρόνια πριν με το σήμερα, διαπίστωσε διαφορά στα πάνελ, «Μικτά τότε, ετερόκλητα, βάσει πολιτικών θέσεων και αντιλήψεων, αλλά όλοι μαζί, ενώ σήμερα με έναν απόλυτο διχασμό έχει χαθεί αυτή η αίσθηση των πραγμάτων». «Από τις πρώτες σελίδες καταλαβαίνεις ότι ο συγγραφέας, και με την ιδιότητα του πολιτικού μηχανικού & συγκοινωνιολόγου αλλά και από προσωπικό μεράκι, ασχολείται με τον δημόσιο χώρο», παρατήρησε ο κος Τατσόπουλος εννοώντας κυριολεκτικά το «δημόσιο χώρο» και όχι μεταφορικά, «τα κοινά». Το δημόσιο χώρο ως το χώρο που χρησιμοποιούμε από κοινού, για τον οποίο, αν και ελληνική «εφεύρεση», ανακάλεσε ευρωπαϊκή μελέτη στην οποία η Ελλάδα χαρακτηριζόταν ταυτόχρονα ως η πιο καθαρή και η πιο βρώμικη χώρα. «Η πιο καθαρή χώρα όσον αφορά τον ιδιωτικό χώρο και η πιο βρώμικη όσον αφορά το δημόσιο χώρο», διευκρίνισε ο ομιλητής, δείχνοντας την αντίληψη του νοικοκυραίου που γυαλίζει έως και το τελευταίο τασάκι στο σπίτι του αλλά το χώρο γύρω από το σπίτι τους το θεωρούν χωματερή στον οποίο, αν μπορούσαν, θα πετούσαν και τα σκουπίδια τους. Αυτό το φαινόμενο στηλιτεύει ο συγγραφέας στα κείμενά του, ιδιαίτερα για τη Θεσσαλονίκη απ’ όπου κατάγεται, μία πόλη την οποία περιγράφει γλαφυρά. «Ειρωνικό» χαρακτήρισε τον τίτλο του βιβλίου διότι, όπως είπε, «Μόνον ο έρωτας απουσιάζει από αυτά τα χρόνια». Ο συγγραφέας ξεκινάει με τη διαπίστωση ενός κόμματος που κανένας δεν φανταζόταν ότι από το 3% στα μέσα της δεκαετίας 2000, γρήγορα έφτασε να κυβερνήσει τόσο σύντομα. «Ο ρεαλισμός δεν είναι σέξι, η μετριοπάθεια δεν είναι σέξι, σε αντίθεση με τα φούμαρα και την ιδεοληψία», σχολίασε ο κος Τατσόπουλος και εκμυστηρεύτηκε ότι τότε πίστευαν (και ο ίδιος) ότι παίρνοντας την εξουσία ο ΣΥΡΙΖΑ θα συρθεί στο ρεαλισμό αλλά στην πορεία, όσοι το πίστευαν αυτό, αποχώρησαν, παραμένοντας οι καιροσκόποι που με τη διγλωσσία και τη φαιδρότητά τους γελοιοποιούν τα λίγα ψήγματα ορθού λόγου. Τον «εθνολαϊκισμό» σημείωσε ως το κοινό σημείο με την «ακροδεξιά» και σε αυτόν βασίζεται η σύμπλευσή τους, κάτι που, όπως γράφει και ο συγγραφέας, θα αλλάξει από τα κάτω, όταν ο λαός το διαπιστώσει και απαιτήσει την αλλαγή. Ο συγγραφέας ασχολείται και με την καθημερινότητα, κατανοώντας ότι η ποιότητα της καθημερινότητας καθορίζει και το συνολικό μας βίο, «Δεν μπορείς να ζεις άθλια καθημερινά, σε εγκαταλλημένες πόλεις και στο τέλος του βίου να πεις ότι “έζησα καλά”», σχολίασε χαρακτηριστικά καταλήγοντας στο σκεπτικό του ότι «Ο δημόσιος χώρος έχει διαμορφωθεί με την ιδέα, όχι ότι ανήκει σε όλους αλλά δεν ανήκει σε κανέναν, ένας “μη τόπος”». Ενώ στην Αθήνα θα μπορούσαν να εξηγηθούν κάποια πράγματα, αναρωτήθηκε γιατί συμβαίνει το ίδιο και στη Λάρισα, «Γιατί η Λάρισα έχει κυκλοφοριακό πρόβλημα;». Σε αυτή τη μακροχρόνια συμπεριφορά βασίζει την πρόβλεψή του ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα εξαφανιστεί μόλις χάσει την εξουσία, όταν χάσει την πρόσβαση στο πελατειακό κράτος, «Αλλά εμείς θα μείνουμε σε αυτή τη χώρα», είπε ως το δίδαγμα και του βιβλίου, «και εμείς πρέπει να σκεφτούμε την Ελλάδα που θα κληρονομήσουμε όταν θα συμβεί αυτό, την Ελλάδα που πρέπει να ανοικοδομηθεί, με πολίτες που πρέπει να αποκτήσουν μία νέα συνείδηση». Γιατί η Λάρισα έχει κυκλοφοριακό πρόβλημα; Η κα Σώτη Τριανταφύλλου σημείωσε το ιδιαίτερο συγγραφικό ύφος των εκ Θεσσαλονίκης συγγραφέων, χαρακτήρισε τον κο Κωνσταντινίδη «Παραθυμά θεσσαλονικιό» και διάβασε κείμενο που για τη ψυχοσύνθεση των Θεσσαλονικαίων σε σύγκριση με τους Αθηναίους, ένα ενδιαφέρον κείμενο που παραστατικά δείχνει τις διαφορές, πως οι μεν και οι δε βλέπουν τη ζωή, τους ανθρώπους, την πόλη τους, καταλήγοντας, «…καμιά φορά σκέφτομαι να μετακομίσω τη Θεσσαλονίκη σε ένα δωμάτιο κοντά στη θάλασσα». «Κάθε φορά που ανεβαίνω, όπως συνηθίζουμε να λέμε, στη Θεσσαλονίκη, κάτι καλό έρχεται από τη θάλασσα, παραφράζοντας τον τίτλο ενός βιβλίου του Χρήστου Οικονόμου. Συχνά σκέφτομαι ότι και εμείς οι Αθηναίοι αγαπάμε τη Θεσσαλονίκη και παίρνουμε το δρόμο προς το βορρά σε περιπτώσεις μυστικών που πρέπει να παραμείνουν μυστικά, σε περιπτώσεις ερωτικών και οικογενειακών κρίσεων καθώς και επιτακτικών αναγκών για περισσότερη φιλία και περισσότερα γέλια. Οι Θεσσαλονικείς από την πλευρά τους μάλλον περιφρονούν την Αθήνα, τη θεωρούν ενδιαφέρουσα για λίγες μέρες αλλά αβίωτη για πολλές. Δεν τους αδικώ, εξάλλου την περιφρονούμε και εμείς. Οι Θεσσαλονικείς αγαπούν την πόλη τους, εμείς όχι και τόσο. Ακόμα και η κρίση βιώνεται διαφορετικά στη Θεσσαλονίκη, η πιο γνήσια βαλκανική λαϊκή φιλοσοφία, εκείνη που εικονογραφούσε ο Κουστουρίτσα, σώζει τους ανθρώπους από τη μελαγχολία. Ίσως πράγματι συντελεί η θάλασσα, το νερό. Καθώς περπατάω στην παραλία, του όζει αλλά οι Θεσσαλονικείς δεν το παραδέχονται, ξεχνάω τη μυρωδιά και προσαρμόζομαι σε έναν ρυθμό που δεν είναι ο δικός μου, χαζεύω τα σκυλάκια, ποικίλες ράτσες που χοροπηδούν δίπλα στα χαλλλλλαρά αφεντικά τους, πολύ χαλλλλαρά και με το βλέμμα που σε εξετάζει από πάνω ως κάτω και από κάτω ως πάνω, “ποια είναι αυτή”. Οι γυναίκες είναι πιο κοκέτες από εμάς, οι φούστες πιο κοντές, τα τακούνια ψηλότερα. Όταν επιστρέφω από τη Θεσσαλονίκη είμαι ένα κιλό βαρύτερη, με σφίγγει με μπλου τζίν, έχω φάει τον περίδρομο και έχω πιει τον άμπακο. Στα τραπέζια καθόμαστε ώρες ολόκληρες και λέμε ανέκδοτα, επικρατεί ατμόσφαιρα αιωνιότητας, κανείς δεν μιλάει για αρρώστιες, θανάτους, φτώχεια, πολιτική, μιζέρια. Οι αφηγήσεις αφορούν αστείους και ηρωικούς προγόνους, εκκεντρικούς χαρακτήρες της πόλης, σουρεαλιστικές καταστάσεις από τις οποίες υπάρχει πληθώρα κυρίως εξαιτίας της σουρεαλιστικής οπτικής και αυτοσαρκαστικά παθήματα. Οι αφηγήσεις είναι ζωντανές, σε ιστορικό ενεστώτα, “και τι γυρίζει και μου λέει; μπουκάρει λοιπόν…”. Το 2013 για να γράψω ένα βιβλιαράκι με τίτλο “Σπάνιες γαίες”, είχα πάει στο Μορμάνσκ, στη βορειοδυτική Ρωσία. Παρά το ακραίο πολικό τοπίο ένιωθα σαν στο σπίτι μου, οι άνθρωποι μού θύμιζαν τους Θεσσαλονικείς ακόμα και στο ότι μιλούσαν για τη χερσόνησο Κόλα όπως μιλούν οι Θεσσαλονικείς για τη Χαλκιδική, “Παράδεισος, μιλλλλάμε για τις ωραιότερες αμουδιές στον κόσμο!”. Ήταν φιλόξενοι, τους άρεσε το καλό φαγητό με σάλτσες και τα σιροπιώδη γλυκά. Το μαύρο ρωσικό κέικ μού φάνηκε σαν το τσουρέκι με σοκολάτα που τρώμε στον Τερκενλή. Έπιναν σαν νεροφίδες και με χτυπούσαν φιλικά στην πλάτη με τόση δύναμη που μου κοβόταν η αναπνοή. Όταν διαβάζω τα κείμενα του αγαπημένου μου φίλου Στέφανου Τσιτσόπουλου για τη Θεσσαλονίκη, βλέπω μία συγκινητική ταύτιση με την πόλη που δεν βλέπω σε κανένα κείμενο για την Αθήνα. Ίσως, μεταξύ άλλων, γιατί στην Αθήνα ήρθαν άνθρωποι από μακρινά χωριά παραμορφώνοντας ανεπίγνωστα την αστικοποίησή της. Ήρθαν άνθρωποι που παρέμειναν ξένοι, που δε συνετέλεσαν στον εξωραϊσμό της πόλης αλλά που έγιναν συνένοχοι στην καταστροφή της. Τα τελευταία χρόνια η ζωή υποβαθμίστηκε ακόμα περισσότερο, διασχίζουμε την Αθήνα κλείνοντας τη μύτη μας. Καμιά φορά σκέφτομαι να μετακομίσω στη Θεσσαλονίκη σε ένα δωμάτιο κοντά στη θάλασσα.». Ο κος Ανδρέας Λοβέρδος ευχαρίστησε τον εκδότη και το συγγραφέα για την πρόσκληση της συμπαρουσίασης του βιβλίου. Η πρώτη αντίδρασή του για το βιβλίο προήλθε από τον τίτλο, δύο λέξεις «που δεν πάνε μαζί», όπως είπε, «ΣΥΡΙΖΑ και Έρωτας», «Ένα σχήμα οξύμωρο, κάθε τι ωραίο το έχει η μία λέξη και κάθε τι απωθητικό το ελκύει η άλλη». «Μιλώντας και για τα δύο μαζί, πρέπει να έχεις τέχνη», είπε ο κος Λοβέρδος και σχολίασε ότι δεν διαθέτει αυτή την τέχνη, παρασύρεται από τα αισθήματά του και μιλά για το πρώτο, κατά κύριο λόγο. Αυτό ο λόγος δεν είναι του επιπέδου μου αλλά είναι του δικού τους επιπέδου… Αναφέρθηκε στα σχόλια που δέχεται για την αλλαγή της συμπεριφοράς του, πιο σκληρός, με διαφορετικό λόγο ο οποίος δεν τον εκφράζει, απαντώντας, «Αυτό ο λόγος δεν είναι του επιπέδου μου αλλά είναι του δικού τους επιπέδου». «Αξίζει συγχαρητήρια για τον τρόπο που ο συγγραφέας περιγράφει για πράγματα που έχουμε ζήσει όλοι», είπε ο κος Λοβέρδος και αναφέρθηκε στο συνδυασμό διαφορετικών πραγμάτων, το πολιτικό με το προσωπικό στοιχείο τα οποία μπορεί να συγκρούονται, να συμβαδίζουν. Όσα έζησε ο κος Λοβέρδος και όλη η χώρα, τα διαβάζουμε στο βιβλίο, «με πολύ πιο ωραίο τρόπο», σχολίασε, σε σχέση με τις προσλαμβάνουσες των πολιτικών, «φωτίζει πράγματα που δεν σκεφτόμαστε, όπως το αποτέλεσμα των επιλογών», συμπλήρωσε και αναφέρθηκε στους ήρωες με τους οποίους ταυτίζεται ο ίδιος. Για να βρουν έναν παράδεισο που έχασαν… Συνέχισε μιλώντας για τη στροφή των πολιτών προς το ΣΥΡΙΖΑ, «Για να βρουν έναν παράδεισο που έχασαν», όπως είπε και εξέφρασε την αντίρρησή του στο χαρακτηρισμό «παιδί» για τον πρωθυπουργό κο Αλέξη Τσίπρα, καταθέτοντας το δικό του χαρακτηρισμό για το ίδιο πρόσωπο, «Ένας επικίνδυνος και αμετανόητος τυχοδιώκτης». Συμφώνησε με το συγγραφέα για το χαρακτηρισμό «μοιραίο πρόσωπο» για το Γιάννη Βαρουφάκη αλλά σημείωσε ότι «είναι το μοιραίο πρόσωπο Νο 2». Μίλησε για την υπόθεση του Οιδομένης, το κίνημα «No borders» στο ΑΠΘ και «στην κοινωνία και το κράτος που κάνουν ότι δεν βλέπουν» πρόσθεσε το «φόβο». Τέχνη του να μην διαβάζεις… Αναφέρθηκε στην «τέχνη του να μην διαβάζεις», στον τρόπο να επιλέγεις, να κρίνεις και να απορρίπτεις συγγράμματα. Έκλεισε με ρήση του παππού του συγγραφέα που καταγράφηκε στο βιβλίο, «Να καείς όμορφα στη ζωή, αργά και όχι πρόχειρα». Να καείς όμορφα στη ζωή, αργά και όχι πρόχειρα… Ο συγγραφέας κος Σταύρος Κωνσταντινίδης, ευχαρίστησε όλους όσοι ήταν εκεί, μαζί του, προσκεκλημένους και ομιλητές, τον Ευάγγελο Βενιζέλο. Αναφέρθηκε στον περιπαικτικό τίτλο του βιβλίου, «παράφραση του εμβληματικού τίτλου του Μαρκές», στο οποίο θέλησε να συμπεριλάβει τη δική του πορεία στα πράγματα της περιόδου των μνημονίων και του ΣΥΡΙΖΑ. «Το βιβλίο συνοψίζει τρεις κύκλους. Μία ερωτική ιστορία που σκοπό έχει να αναδείξει και τον έντονο κοινωνικό διχασμό. Μία πολιτική ψυχανάλυση του ΣΥΡΙΖΑ και των πρωταγωνιστών, εμβληματικών προσώπων υπουργών του. Μία προσωπική περιπλάνηση ως πολεοδόμου-συγκοινωνιολόγου σε δυο πόλεις, Αθήνα και Θεσσαλονίκη», είπε περιγράφοντας το βιβλίο του. Οι ήρωες ζουν τα γεγονότα των τελευταίων ετών, προέρχονται από τον καλλιτεχνικό χώρο «ο οποίος τροφοδότησε τον έρωτα προς το ΣΥΡΙΖΑ», ριζοσπαστικοποιούνται, ζουν τον έρωτα του ΣΥΡΙΖΑ προς την εξουσία και διάβασε απόσπασμα με το οποίο θέλησε να αναδείξει του λόγους για τους οποίου «ο κόσμος ερωτεύτηκε το ΣΥΡΙΖΑ». Σταύρος Κωνσταντινίδης, Ο έρωτας στα χρόνια του ΣΥΡΙΖΑ, εκδόσεις Επίκεντρο Ακολούθησαν ερωτήσεις, σχόλια, τοποθετήσεις, με έντονα ευχάριστη διάθεση, ακούστηκαν ιστορίες από τα χρόνια της νιότης αλλά και πολιτικές τοποθετήσεις.

Υλικό από την παρουσίαση