Οι εκδόσεις Επίκεντρο πραγματοποίησαν εκδήλωση παρουσίασης των βιβλίων του Γκάζμεντ Μ. Καπλάνι: «Μικρό Ημερολόγιο Συνόρων» και «Λάθος Χώρα» την Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2018, στο Polis Art Café. Μίλησαν οι:
Τη συζήτηση συντόνισε ο Πέτρος Παπασαραντόπουλος, εκδότης, συγγραφέας. Υπήρξε ζωντανή διαδικτυακή σύνδεση με τον Γκάζμεντ Μ. Καπλάνι. Ευχαριστούμε όλους τους φίλους και αναγνώστες για την παρουσία και συμμετοχή τους. Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα του Bookia: Ο εκδότης του Επίκεντρου κος Πέτρος Παπασαραντόπουλος ενημέρωσε για την έκδοση των δύο μυθιστορημάτων του Γκαζμέντ Καπλάνι, «Μικρό Ημερολόγιο Συνόρων» και «Λάθος χώρα», στα ελληνικά και αλβανικά και την επικείμενη έκδοσή τους και σε άλλες γλώσσες. Περιέγραψε περιληπτικά το περιεχόμενο των δύο έργων. Στο «Μικρό Ημερολόγιο Συνόρων», ο συγγραφέας περιγράφει την πρώτη επαφή με την Ελλάδα μιας παρέας Αλβανών μεταναστών που πέρασαν με τα πόδια τα σύνορα στις αρχές του ’90, μία αφήγηση όπου το δράμα και η τραγωδία συνυπάρχουν με το μαύρο χιούμορ και τη λυτρωτική αυτοειρωνία. Στο έργο περιλαμβάνεται και μία συνέντευξη του συγγραφέα στον εκδότη του στην οποία του ζητείται να περιγράψει το «σύνδρομο των συνόρων» το οποίο αναφέρει πολύ συχνά. Στο σημείο αυτό έγινε ζωντανή οπτικοακουστική σύνδεση μέσω Internet με τον συγγραφέα ο οποίος βρισκόταν στο εξωτερικό με την εικόνα του να προβάλλεται στην οθόνη του Polis Art Cafe και την φωνή του ακούγεται και στο χώρο αλλά και να μεταδίδεται σε όλο τον κόσμο με την υποστήριξη της Streamia. Ο εκδότης ζήτησε από τον συγγραφέα να κάνει το πρώτο του σχόλιο για τα βιβλία του, ο οποίος ανταποκρινόμενος είπε ότι ό,τι ήταν να πει το είπε μέσα από αυτά και ευχαρίστησε τον εκδότη του που «άνοιξε την πόρτα της ελληνικής γλώσσας για αυτά τα βιβλία» τα οποία είχαν εξαντληθεί και οι αναγνώστες τα αναζητούσαν. Ευχαρίστησε τους αναγνώστες του και τους «δύο διακεκριμένους ομιλητές» των οποίων εκτιμά βαθύτατα την προσωπικότητα και τη σκέψη τους και είναι τιμή για τον ίδιο η παρουσία τους εκεί. Έστειλε χαιρετισμό στην πόλη της Αθήνας η οποία έχει ιδιαίτερη σημασία για τον ίδιο, «είναι η πόλη στην οποία γεννήθηκε η νέα μου ταυτότητα», όπως είπε, η ταυτότητα του συγγραφέα, του δημοσιογράφου, του διανοούμενου, του μετανάστη, του φίλου. «Αγάπησα πολύ την πόλη, όχι ως πόλη που έχει πολύ ωραία ερείπια αλλά με ενδιαφέρον για τις σύγχρονες δημιουργίες και τους ανθρώπους της», σημείωσε. Συνεχίζοντας ο κος Παπασαραντόπουλος αναφέρθηκε στην απάντηση του συγγραφέα στο ερώτημα της συνέντευξης στην οποία δήλωσε ότι το βιβλίο το έγραψε κατά λάθος ξεκινώντας το ως δοκίμιο για το «σύνδρομο των συνόρων» στο οποίο σκόπευε να υποστηρίξει τη βασική σκέψη του ότι «δεν μπορείς να καταλάβεις την ιστορία της Ευρώπης τον περασμένο αιώνα χωρίς να καταλάβεις την τραγική σημασία των συνόρων». Από τους δύο Παγκοσμίους Πολέμους έως το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ο συγγραφέας είχε την πρόθεση να μιλήσει για την εμμονή των κομμουνιστικών καθεστώτων με τα σύνορα την οποία θεωρεί κάτι μοναδικό για την ανθρωπότητα, «για πρώτη φορά είδαμε σύνορα και τείχη που χτίστηκαν όχι για να αφήσουν έξω τους άλλους αλλά για να κρατήσουν μέσα αυτούς που τα έχτισαν», είχε σχολιάσει ο συγγραφέας. Ενώ άρχισε το κείμενο ως δοκίμιο, βρέθηκε από τις 10 πρώτες σελίδες να γράφει μυθιστόρημα διότι το σύνδρομο των συνόρων ήταν κάτι πολύ προσωπικό, η Αλβανία όπου είχε γεννηθεί έγινε η πιο απομονωμένη χώρα του κομμουνιστικού μπλοκ, κλεισμένη με αδιαπέραστα σύνορα για μισό αιώνα, με έναν λαό κατ’ εξοχήν διασπορικό να μην μπορεί να πλησιάσει καν τα σύνορα, πόσο δε να τα περάσει και να ταξιδέψει. Αυτά τα κλειστά παρανοϊκά σύνορα σημάδεψαν τρεις γενιές και με αυτόν τον τρόπο ο συγγραφέας καταλήγει ότι το «σύνδρομο των συνόρων είναι ένα είδος αρρώστιας που δεν υπάρχει καν στον κατάλογο των αναγνωρισμένων ασθενειών και το μυθιστόρημα μιλά ακριβώς για αυτό». Το δεύτερο βιβλίο του συγγραφέα είναι μία αλληγορία για την ανθρωπολογική εξακτίνωση, για τον θρυμματισμό των μονοδιάστατων ταυτοτήτων μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, δεν κατέρρευσε απλώς ένα καθεστώς αλλά μαζί του θρυμματίστηκαν οι άνθρωποι, οι ταυτότητες εκριζώθηκαν. Συμβολικά λοιπόν, ο πατέρας των δύο αδελφών της ιστορίας, από αφοσιωμένος καθηγητής μαρξισμού-λενινισμού, στα τελευταία χρόνια της ζωής του γίνεται ένας πιστός μουσουλμάνος. Ταυτόχρονα, τα δύο αδέλφια χωρίζονται σχεδόν στερεοτυπικά, ο ένας παραμένει στην γενέθλια πόλη μη τολμώντας να ανοιχτεί στον έξω κόσμο ενώ ο άλλος αδελφός επιλέγει να συλλογίζεται και να πράττει ελεύθερα φεύγοντας στην Ελλάδα και μετά στην Αμερική. Σημείωσε εδώ τη λεπτή ειρωνεία του συγγραφέα δίνοντας στους ήρωές του τα μικρά ονόματα των θεωρητικών του Μαρξισμού, των Μαρξ και Έγκελς, διότι ο πατέρας τους θεωρούσε ότι έτσι τιμούσε τους γεννήτορες του κομμουνισμού. Συνέχισε περιγράφοντας τα χαρακτηριστικά των ηρώων της ιστορίας του βιβλίου στην οποία ιστορία τα δύο αδέλφια συμπεριφέρονται εντελώς διαφορετικά και μας ταξιδεύουν σε δύο Ηπείρους και πέντε πόλεις με σημαντικότερες στάσεις το Τερς και την Αθήνα. Η κα Κατερίνα Σχινά εξέφρασε τη χαρά της για την παρουσία της και θυμήθηκε την πρώτη παρουσίαση του έργου του συγγραφέα το 2006 με πλήθος στο ακροατήριο και αντεγκλήσεις και ένα άρθρο στην Ελευθεροτυπία από «προοδευτικό» συνεργάτη της εφημερίδας στο οποίο εγκαλούνταν όλοι, η ίδια διότι «τα έλεγε από μέσα» και άλλοι διότι αποδέχτηκαν αυτό το βιβλίο χωρίς επιφυλάξεις. Αντί η ελληνική πραγματικότητα να αγκαλιάσει τον συγγραφέα, έναν προοδευτικό διανοούμενο που «μετείχε της ημετέρας παιδείας», δούλεψε στη γλώσσα μας, υιοθέτησε και υιοθετήθηκε από την Αθήνα με γλαφυρό λογοτεχνικό αποτέλεσμα, τον απέκλειε. Από την αρχή ο συγγραφέας έδινε το μέτρο της αξιοπρέπειας και της τόλμης και προσπαθούσε να εκθρονίσει την έννοια της ταυτότητας εγκαθιδρώντας ένα καθεστώς ανταλλαγής και διαλόγου. Δεν θέλησε να γίνει Έλληνας αλλά ούτε και να παραμείνει Αλβανός, να έχει αυτόν τον πολύ φορτισμένο ταυτοτικό προσδιορισμό στην Ελλάδα, δεν θέλησε να μείνει αδιαπέραστος από τα ερεθίσματα που δέχτηκε και για αυτό επέλεξε να γράψει στα Ελληνικά, όρισε αυτή τη μιγαδική πολιτιστική του ταυτότητα, ελληνοαλβανός ή αλβανοέλληνας και πλέον πολίτης του κόσμου μετά την ανάπτυξή του και πέραν του Ατλαντικού. Τα σύνορα ήταν το θέμα του πρώτου του βιβλίου, εσωτερικά και εξωτερικά, σύνορα που πέρασαν οι ήρωες του έργου του, τα φυσικά σύνορα της χώρας τους που δεν μπορούσαν ούτε να δουν ούτε να περάσουν και ύστερα στη χώρα της υποδοχής, τα σύνορα της ξενιτιάς, της γλώσσας, των στερεοτύπων, των νοοτροπιών, της αποστροφής και του φόβου. Πρόκειται για εξαιρετικά ζυγισμένο βιβλίο, που δεν εκτρέπεται σε μελοδραματισμούς, με χιούμορ, ειρωνεία και αυτοσαρκασμό, με την άρνηση των ηρώων να θυματοποιηθούν γνωρίζοντας πολύ καλά ότι έτσι θα αυτοαναιρεθούν. ?ρνηση να μην γίνουν τα πειθήνια θύματα μιας πληθυσμιακής ομάδας που απαξιώθηκε είτε ως παραβατική ομάδα είτε ως φτηνή εργατική δύναμη. «Αυτοί που σε φοβούνται περισσότερο είναι αυτοί που διαβάζουν λίγο και βλέπουν πολύ τηλεόραση, αυτοί που πιάνονται με λύσσα από τα εθνικά χαρακτηριστικά, η μόνη διαφορά που τους κάνει να νιώθουν ότι δεν βρίσκονται στον πάτο της κοινωνίας», γράφει ο συγγραφέας. Εξίσου ώριμη με την πολιτική φυσιογνωμία του συγγραφέα είναι και η γλώσσα του, τα ελληνικά όλων μας, το πρώτο βήμα του συγγραφέα να ενσωματωθεί και όχι να αφομοιωθεί στην κοινωνία που τον υποδέχτηκε. Η κα Σχινά βλέπει τον συγγραφέα ως έναν Αλβανό που γράφει στα Ελληνικά όπως τον Κούντερα ως Τσέχο που γράφει στα Γαλλικά ή τον Καρνέζη, έναν Έλληνα που γράφει στα αγγλικά. Ο συγγραφέας αρνήθηκε να παραμείνει έγκλειστος στην κουλτούρα των προγόνων του όχι μόνον διότι εξαναγκάστηκε από τη βία του ολοκληρωτισμού να εκπατριστεί αλλά διότι έχει επίγνωση ότι η πολιτισμική ταυτότητα είναι ιστορική και κοινωνική κατασκευή και όχι φυσική αιώνια κατηγορία ενώ η κουλτούρα δεν είναι κώδικας που μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά και πρέπει να διαφυλαχτεί ιερουργικά. Στο δεύτερο έργο του ο συγγραφέας ασχολείται με το ζήτημα της καθήλωσης στον γενέθλιο τόπο και της περιπλάνησης ανά τον κόσμο, την αντίθεση εθνικισμού και διεθνισμού, την εντοπιότητα και την ανάγκη για την περιπέτεια αντλώντας από τα δικά του βιώματα. Ο κος Νίκος Βατόπουλος σχολίασε ως πολύ σημαντικό το ότι από τις επανεκδόσεις των δύο έργων του συγγραφέα, επανασυστήνεται στο ελληνικό κοινό που μας είχε λείψει, τουλάχιστον από τα ράφια των βιβλιοπωλείων. Η παρουσία του στο πάνελ είναι απολύτως συνειδητή και όχι απλώς μία ευγενική ανταπόκριση σε μια πρόσκληση. Ήθελε ως δημοσιογράφος ο κος Βατόπουλος να καταθέσει τις απόψεις του, όπως πρέπει να κάνουν όλοι όσοι έχουν κάποια θέση ευθύνης για τα πράγματα. Γνώρισε τον συγγραφέα ως δημοσιογράφο στα ΝΕΑ τα χρόνια της Χρυσής Εποχής, έχοντας μία φαινομενική κανονικότητα παρά τη συχνά αμφίσημη και πικρή θεματολογία της αρθρογραφίας του. Στην Ελλάδα του 2000 ήταν άνθρωπος της δημόσιας σφαίρας, αναγνωρίσιμος. Μαθαίνοντας αργότερα την πορεία του, την προσπάθειά του να κατακτήσει την γλώσσα και την επιθυμία του για πλήρη ένταξη, κλονίστηκε, όχι μόνον για την διαπίστωση της διαφορετικής καθημερινότητάς του που μόνον εύκολη δεν ήταν, αλλά και βλέποντας τον εαυτό του στην μετέωρη ασφάλεια κάποιων ρευστών βεβαιοτήτων. «Σήμερα, μετά από πολλά χρόνια επαφής με το συνάδελφο και συγγραφέα, έχουν έρθει τα πάνω κάτω», λέει ο κος Βατόπουλος και συμπληρώνει ότι κι αν ο κόσμος έχει αναποδογυρίσει, αυτό δεν σημαίνει ότι όλα ανακατεύτηκαν ή έγιναν δυσνόητα. Ο Γκάζι Καπλάνι στα δύσκολα χρόνια της εποχής, με μάρτυρες εμάς, διεκδικεί μία φωνή μεγαλύτερης εμβέλειας λόγω της βαθιάς παθογένειας του κράτους, της κοινωνίας και της Βαλκανικής ενδοσκόπησης. «Η Ελλάδα είχε τη συνταγή της σωτηρίας και τη σπορά της πικρίας», σχολίασε ο ομιλητής και συνέχισε λέγοντας ότι είναι δύσκολο για έναν Βαλκάνιο να δει τον εαυτό του μακριά από την ταυτότητα του Έθνους και των συνόρων, μοιραζόμαστε πολλά οι Βαλκάνιοι όταν εγείρονται τέτοια ζητήματα. Η ιδέα των συνόρων για το συγγραφέα έγινε κυρίαρχη και στη λογοτεχνία του. Στην αρχή ήταν νομοτελειακή και αργότερα αναγκαιότητα και βασανιστική υπενθύμιση της προέλευσης και του προορισμού. Ο ομιλητής θεωρεί επίκαιρη την επανέκδοση του βιβλίου «Μικρό ημερολόγιο συνόρων» διότι όσα είχαν κατατεθεί σε αυτό έχουν αποκτήσει διάρκεια, στίγμα ζωτικότητας, έγινε κλασικό. Είναι ήττα για την ανθρωπότητα το ότι όσα γράφει ο συγγραφέας στο βιβλίο του να παραμένουν πραγματικότητα μετά από 30 χρόνια, με άλλους ίσως όρους αλλά ανθεκτικά στο σκληρό πυρήνα τους. Ο συγγραφέας εξελίσσεται σε μεγάλο αφηγητή με σκοπό όχι να διηγείται ευχάριστες μυθοπλασίες αλλά να ενοχλεί εφησυχασμένες συνειδήσεις. Η λογοτεχνία του Καπλάνι είναι δομικό υλικό λογοτεχνίας που οδηγεί στην αυτοσυνειδησία, η ένταξη, η απένταξη, η μυρωδιά του φόβου, η σκιά της ήττας, η πικρή διαπίστωση να ξυπνήσεις και να νιώσεις ηττημένος. Όλα ένας αγώνας μεταξύ τυχερών και άτυχων, νικητών και ηττημένων, ανάμεσα σε όσους επιλέγουν να επιζούν στα τοπία της απώλειας. Στη «Λάθος χώρα» ο συγγραφέας μας οδηγεί στην ουτοπική πόλη Τερς στην Αλβανία με κυρίαρχο το δίπολο του στέρεου και του ρευστού όπου αναδύεται η αξία της επιλογής. Ο ένας εκ των ηρώων επέλεξε να φύγει και ο δεύτερος επέλεξε να μείνει εκεί λέγοντας ότι «όπου κι αν πας, όσο όμορφα και πλούσια μέρη και να δεις, δεν υπάρχει τίποτα πιο γλυκό και καθησυχαστικό όσο η πατρίδα, ακόμα και αν αυτή είναι το Τερς». Πρόκειται για μία οριστική μετακίνηση από τον κόσμο του 1990 στον κόσμο του 2000 που οφείλει πλέον να σηματοδοτείται διότι υπάρχει πλέον η επίγνωση των πικρών ατέρμονων κύκλων. Στη ζωή του πρώτου ήρωα οι γυναίκες συγκροτούν έναν χορό παρατηρητών σε μία ζωή που βάλθηκε να προχωρά μόνον μπροστά διότι ξέρει, έχει κατακτήσει τις ψευδαισθήσεις, ξέρει ότι ούτε γη της επαγγελίας υπάρχει, ούτε μονοπώλιο ατυχίας ή προκοπής, επιλέγοντας να προχωράει, όχι αναγκαστικά σε ευθεία γραμμή. Ο έντονος συμβολισμός με πυκνές κορυφώσεις ορίζει ένα σημείο νέας αφετηρίας, είναι βιβλίο για τις απώλειες και τις ψευδαισθήσεις, για την Αλβανία και τα Βαλκάνια, για την πάλη και τον εσωτερικό εαυτό. Ο συγγραφέας διοχετεύει την εμπειρία του παράγοντας στιγμές έντασης. Ο συγγραφέας μοιάζει να είναι έτοιμος για έναν νέο κύκλο στην ωριμότητα της μέσης ηλικίας με πολλές απογοητεύσεις και πίκρες όπως την απόρριψη από την επίσημη Ελλάδα όπου όμως έχει πολλούς φίλους που δεν τους ξεχνάει, αλλά και με μεγάλες κατακτήσεις στην Ελλάδα και πλέον στην Αμερική. Θυμίζει εκείνους που επιστρέφουν με μεγαλύτερη επιθυμία αλλά και μεγαλύτερη απόσταση. Ο Γκάζι του 2000 είναι παρελθόν όπως και η Αλβανία και η Ελλάδα της ίδια εποχής. Τα ζητήματα τίθενται με άλλους όρους και πάνω στον καμβά των κοινωνιών συντηρούνται αντιδραστικοί πυρήνες, με τον κόσμο να μην πηγαίνει απαραίτητα μπροστά, μάλλον το αντίθετο, αλλά το Γκαζμέντ έχει πάντα μία ιστορία να αφηγηθεί. Με την επιμονή του κατέκτησε το να κινείται ανάμεσα σε πολιτισμικές ταυτότητες φέροντας πάντα την επιθυμία και το νόστο. Ο ίδιος ο συγγραφέας Γκαζμέντ Καπλάνι ευχαρίστησε για όσα άκουσε τα οποία τον άγγιξαν και δήλωσε ότι ακούει με μεγάλη προσοχή το πως διαβάζουν οι άλλοι το έργο του, «το οποίο έργο ανήκει πλέον στους αναγνώστες και όχι στον ίδιο», τρόπους ανάγνωσης που ο συγγραφέας δεν θα είχε σκεφτεί. Για αυτό το λόγο δεν δίνει συνεντεύξεις και ανέφερε περιστατικό συνέντευξης του Πατρίκ Μοντιανό ο οποίος ερωτώμενος επίμονα γιατί έγραψε το βραβευμένο έργο του απαντούσε το ίδιο επίμονα, «δεν ξέρω, το έγραψα, αυτό ήθελα να γράψω, αυτή είναι η λογοτεχνία, δεν ξέρω πως θα το διαβάσετε εσείς αλλά αυτό είναι κάτι για το οποίο δεν μπορώ να κάνω τίποτα». Έχει γίνει σήμα κατατεθέν για το τι συνέβη στην Ελλάδα και σε όλη αυτή την «τρελή» περιπέτεια είχε νιώσει απόλυτη μοναξιά, ήταν πάρα πολύ λίγοι οι άνθρωποι που είχαν την τόλμη να πουν κάτι δημόσια. Αυτά τα δύο βιβλία αποτελούν τις δύο άκρες ενός ταξιδιού που ξεκινά από την Ελλάδα καταλήγοντας στην απόφασή του να πάρει διαζύγιο από τη ζωή του εδώ. Το πρώτο ξεκίνησε να γράφεται 7 μήνες μετά την επίσκεψη στο σπίτι του δύο αστυνομικών με πολιτικά, στις 5:00 το πρωί, οι οποίοι τον συνέλαβαν χωρίς καμία εξήγηση, μετά από 15 χρόνια στην Ελλάδα, με την ιδιότητα του απόφοιτου Φιλοσοφικής… «Επικίνδυνος για τη δημόσια τάξη χωρίς κανείς να σου λέει γιατί», έγραψε αυτό το βιβλίο ίσως για να ξεπεράσει αυτή τη συμπεριφορά, για να βρει λόγους να μείνει στην Ελλάδα, με μια νέα ιδιότητα, του συγγραφέα ίσως. Το δεύτερο βιβλίο άρχισε να γράφεται όταν συνειδητοποίησε πια ότι δεν έχει νόημα η επιστροφή σε μία χώρα που δεν σε θέλει, «έχω νιώσει ανεπιθύμητος στην Ελλάδα για πάρα πολλά χρόνια», είπε ο συγγραφέας. Ο συγγραφέας χτίζει το έργο του γύρω από κάποιες λογοτεχνικές εμμονές, όπως όλοι οι συγγραφείς, το θέατρο πάνω στο οποίο παίζει κάποιος το έργο του. Για τον ίδιο αυτή η εμμονή είναι τα σύνορα, ο ολοκληρωτισμός, η έννοια της μετάβασης, η μνήμη, προσωπική και συλλογική και ο ρόλος της, οι αφηγήσεις που διαμορφώνουν ταυτότητες και στάσεις προσωπικές, συμπεριφορές ολόκληρων χωρών, είναι η ταυτότητα στην «εποχή της μεγάλης ρευστότητας». Αυτό που θα του άρεσε να ακούσει από έναν αναγνώστη του στο τέλος της ημέρας, δεν είναι φιλοσοφικές σκέψεις αλλά κάτι απλό, όπως, «χάρηκα που διάβασα το βιβλίο σου, απορροφήθηκα, ξεχάστηκα, διαβάζοντάς το, ένιωσα ότι κάτι έγινε μέσα μου». Αυτό θεωρεί ο συγγραφέας ως τη μεγάλη αρετή της λογοτεχνίας. Ακολούθησε ενδιαφέρουσα συζήτηση με το κοινό στην αίθουσα με την απευθείας συμμετοχή και του συγγραφέα, από το εξωτερικό όπου βρισκόταν. Κλείνοντας την εκδήλωση, ο εκδότης κος Πέτρος Παπασαραντόπουλος, σημείωσε ότι η φράση-κλειδί για το έργο του Γκαζμέντ Καπλάνι είναι «ο θρυμματισμός των βεβαιοτήτων», διευκρινίζοντας ότι όσο υπήρξε το τοίχος και ο Ψυχρός Πόλεμος όλα ήταν τακτοποιημένα, ανήκες σε συγκεκριμένη χώρα, μπλοκ, κοσμοθεώρηση. Μετά το 1989 οι συνειδήσεις θρυμματίζονται, οι άνθρωποι αισθάνονται ότι βρίσκονται χωρίς βοήθεια στο πέλαγος και η λέξη «χώρα» στον τίτλο του έργου να σημαίνει πρόσληψη, που βρίσκομαι, ποιος είναι και που πάω.