Οι εκδόσεις Επίκεντρο πραγματοποίησαν εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου του Σάκη Μουμτζή: Η κόκκινη Βία, 1947-1950. Ένοχες σιωπές, αριστεροί μύθοι. την Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2016, στο Polis Art Café. Για το βιβλίο μίλησαν οι:
και ο συγγραφέας, Σάκης Μουμτζής. Τη συζήτηση συντόνισε ο Πέτρος Παπασαραντόπουλος. Σας ευχαριστούμε θερμά για την παρουσία και συμμετοχή σας. **Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα της Bookia: «Θα αρχίσω από εκεί που τελειώνει ο Σάκης Μουμτζής», είπε ο κος Παπασαραντόπουλος με την έναρξη της εκδήλωσης και συνέχισε διαβάζοντας την τελευταία παράγραφο του βιβλίου, «Η 7χρονη δικτατορία προσέφερε ένα είδος ηθικού εξαγνισμού στην κομμουνιστική αριστερά. Αυτή η αντιστροφή των ρόλων χαρακτήρισε όλη τη μεταπολιτευτική περίοδο και αποτέλεσε το εφαλτήριο για την ιδεολογική ηγεμονία της αριστεράς που στο γνωστικό πεδίο της ιστοριογραφίας αποτυπώθηκε με την επικράτηση του δικού της ερμηνευτικού σχήματος για τον εμφύλιο πόλεμο. Εκμεταλλευόμενη την “ιδεολογική αιχμαλωσία” του αστικού φιλελεύθερου χώρου και τη συνακόλουθη απουσία τους από τη μάχη των ιδεών, η αριστερά ήταν επόμενο αυτή την ιδεολογική ηγεμονία να τη μετατρέψει σε πολιτική κυριαρχία, αυτό που βιώνει η χώρα σήμερα, το 2015. 66 χρόνια μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου οι πολιτικοί απόγονοι των ηττημένων, εξ αίματος και εξ αγχιστείας, ως νικητές πλέον στο νόμιμο πολιτικό παιχνίδι αναμετρώνται με την ελληνική κοινωνία και την ιστορία». Ερμήνευσε το νόημα αυτής της παραγράφου ως την «Παρουσία του εμφυλίου στην Ελλάδα της σημερινής κρίσης, με μία απολύτως στρεβλωμένη μορφή», όπως είπε και τονίζοντας τη δυνατότητά του να διαμορφώνει ακόμα σκέψεις, συνειδήσεις και συμπεριφορές, «Και το κυριότερο, μέσα από την αφήγηση του ηττημένου περνάει στη φάση του μύθου… η απεχθέστερη στιγμή της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας λειτουργεί ως στιγμή θριάμβου». Αναρωτήθηκε στη συνέχεια για την έκπληξη του ιστορικού του μέλλοντος μπροστά στη συνεχιζόμενη επιρροή του εμφυλίου πολέμου, τη δημοτικότητα των σχετικών βιβλίων και την πρόκληση διαμάχης, συγκρούσεων και τεράστιου ενδιαφέροντος. Θα διαπιστώσει, είπε, ότι «Ο εμφυλιοπολεμικός λόγος έχει εμφιλοχωρήσει στα μυαλά και στις καρδιές των ανθρώπων». Η εισαγωγή αυτή στόχο είχε να τονίσει την αξία του εν λόγω βιβλίου, «Μας βοηθάει να δούμε τον εμφύλιο από μία ριζικά διαφορετική οπτική γωνία», όπως το περιέγραψε ο εκδότης, «Όχι ως μία ιστορία ηρώων αλλά ως μία σύγκρουση που θα έπρεπε να αποφευχθεί, να το μαθαίνουμε αλλά να μην του δίνουμε αυτές τις διαστάσεις, να παραμένει στο επίπεδο της σύγκρουσης αυτών που υπερασπίζονταν τη φιλελεύθερη αστική δημοκρατία και σε αυτούς που ευαγγελίζονταν ένα ολοκληρωτικό καθεστώς». Στη συνέχεια αναφέρθηκε σε ένα δεύτερο στερεότυπο που αποδομεί, όπως είπε, το βιβλίο του Σάκη Μουμτζή, το «Εμείς δεν φταίγαμε, οι κακοί ξένοι, οι σοβιετικοί, οι ?γγλοι, οι Αμερικανοί μας έβαλαν να σκοτώνουμε ο ένας τον άλλον». Σε αυτό το σημείο συνέδεσε το ιστορικό γεγονός με τη σημερινή Ελλάδα της κρίσης, την «αυτοθυματοποίηση» σημείωσε ως το συνδετικό κρίκο, «Είμαστε άμοιροι των ευθυνών μας, εμείς δεν φταίμε για τίποτα, κάποιοι άλλοι τα προκάλεσαν όλα». Κλείνοντας ο κος Παπασαραντόπουλος χαρακτήρισε το βιβλίο ένα από αυτά που πρέπει να διαβαστούν διότι «Τοποθετεί τα γεγονότα στις πραγματικές τους διαστάσεις». Στο «Κιβώτιο» του ?ρη Αλεξάνδορυ αναφέρθηκε ο κος Ηλίας Κανέλης παίρνοντας το λόγο, «Ως το πολυχρησιμοποιημένο παράδειγμα της ελληνικής λογοτεχνίας», θέλοντας να στηρίξει μεταφορικά τη θέση, «Το ηθικό πλεονέκτημα της αριστεράς είναι ανύπαρκτο», όπως είναι άδειο και το κιβώτιο στην ιστορία του παραδείγματος για το οποίο θυσιάστηκε μία ολόκληρη ομάδα συντρόφων. Την ίδια θέση στήριξε αναφερόμενος και σε άλλα έργα της ελληνικής λογοτεχνίας. «Η μεταπολίτευση καλλιέργησε μία ηρωική αφήγηση η οποία φρόντισε να κεφαλαιοποιήσει τις συνέπειες της ήττας του ελληνικού κομμουνισμού και τις διώξεις για να πλάσει ένα μαρτυρολόγιο για την αριστερά», είπε και συνέχισε αναφερόμενος σε «μύθους» της αριστεράς τους οποίους έζησε και ο ίδιος και άλλοι, είτε «στρατευμένοι» είτε παρακολουθούντες τα δρώμενα της εποχής. Υποστήριξε στη συνέχεια το πως αυτή η αφήγηση μονοπώλησε την πανεπιστημιακή έρευνα αλλά και το πως αντιμετωπίστηκαν έργα σε άλλες τέχνες, όπως στον κινηματογράφο, με παράδειγμα το «Κόκκινο τραίνο» του Σιμονετάτου και ανέφερε ως «μόνη προσπάθεια αναθεώρησης της αφήγησης του εμφυλίου την ταινία του 1984, “Ελένη”, του Γκατζογιάννη η οποία αντιμετωπίστηκε ως ταινία βλάσφημης ανατροπής και κυνηγήθηκε στις αίθουσες όπου προβάλλονταν, παρόμοια με ταινίες που θεωρήθηκαν θρησκευτικά βλάσφημες, π.χ. “Ο τελευταίος πειρασμός” του Σκορτσέζε». «Ο εμφύλιος επέστρεψε στη δημόσια συζήτηση με δύο βιβλία της δεκαετίας του ’90, του “Σοφοκοστάς” του Βαλτινού και “Η γυναίκα που πέθανε δυο φορές” του Μάνου Ελευθερίου αλλά και της αναθεωρητικής ανάγνωσης του έργου δυο καθηγητών των οποίων το αντικείμενο δεν ήταν η ιστορία, του Νίκου Μαρατζίδη και Στάθη Καλύβα. Ανάμεσα στους ερευνητές υπό το πρίσμα αυτών των καθηγητών, είναι και ο Σάκης Μουμτζής». Συνέχισε αναφερόμενος στο βιογραφικό του συγγραφέα, τις σπουδές, την ακαδημαϊκή και πολιτική του δράση και σταδιοδρομία σημειώνοντας ως σημαντικό χαρακτηριστικό του την εμπειρία του από την οργάνωση και δράση της κομμουνιστικής αριστεράς. Ακολούθησε η περιγραφή των έργων του, του πρώτου τόμου με τίτλο «Η κόκκινη βία, 1943-1946» και του δεύτερου το οποίο και παρουσιαζόταν στην εκδήλωση. Ως κομβικής σημασίας ζήτημα είναι ο χρόνος από τον οποίο ξεκινάει η αφήγηση του πρώτου τόμου, «Για τους νικημένους η ιστορία άρχιζε από τη συνθήκη της Βάρκιζας, για τους νικητές από το ’43. Τι έπαθαν οι εθνικιστές και από τον Αύγουστο του ’45 άρχισαν να καταδιώκουν τους αριστερούς; Αναρωτιόταν ο συγγραφέας. Το συμπέρασμα του συγγραφέα ήταν ότι από την ?νοιξη του ’43 μαινόταν ένας σκληρός εμφύλιος πόλεμος μέσα στην Κατοχή με διακύβευμα τον έλεγχο των μεταπολεμικών εξελίξεων που οδήγησε στην επιβολή της ΕΑΜοκρατίας, όπως ο ίδιος λέει. Ο δεύτερος τόμος αρχίσει από την απόφαση του Στάλιν το ’46 να παράσχει βοήθεια στους Έλληνες κομμουνιστές ως καθοριστικός παράγοντας για τη δημιουργία του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣ)». Ο ομιλητής συνέχισε περιγράφοντας την πολιτική του ΚΚΕ και του γραμματέα του, «Σταλινικού» όπως τον χαρακτήρισε. Πολιτική σταδιακής κλιμάκωσης της έντασης με τη στήριξη του Στάλιν. «Κρίσιμο διάστημα στην προετοιμασία της σύγκρουσης ήταν το δίμηνο Οκτωβρίου – Νοεμβρίου 1947 όταν ο ΔΣ συγκροτήθηκε και άρχισε να ρέει βοήθεια από τη Γιουγκοσλαβία» «Ο Σάκης Μουμτζής δεν διακατέχεται από προκαταλήψεις, δεν κάνει ιδεολογία, κάνει ιστορία, δεν νοιάζεται να καταλύσει απλώς αριστερές βεβαιότητες. Ανασκευάζει διάφορους μύθους σε κεφάλαια πραγματικά αναθεωρητικά της κρατούσας άποψης, όπως η παρουσία της ιμπεριαλιστικής Αμερικής στην Ελλάδα την οποία θεωρεί θετική και τη συνδέει με την ανοικοδόμηση, ανασυγκρότηση και την ευημερία. Ένας δεύτερος τέτοιος μύθος είναι η Μακρόνησος, η θεωρούμενη ως υπέρτατη τιμωρία και κολαστήριο, όπου η βία και η απειλή της ήταν απαραίτητα στη λειτουργία του στρατοπέδου. Η ιστορία της Μακρονήσου αντιπροσωπεύει μία πολυδιάστατη πραγματικότητα και όχι μόνον την ιστορία των αγωνιστών, κομμουνιστών ιδίως». Ο κος Θανάσης Μαυρίδης κατέθεσε αναμνήσεις του πριν 30 χρόνια όπου «Μετά από μία αποτυχημένη εκλογική αναμέτρηση του ΚΚΕ, σε ένα αυτοκίνητο με κόκκινες σημαίες, σταματάμε δίπλα σε ένα άλλο αυτοκίνητο, κατεβαίνουμε και αγκαλιαζόμαστε λέγοντας, “σύντροφοι, με την επανάσταση”. Δεν φανταζόμουν ότι μετά από 30 χρόνια θα ήμουν εδώ για να μιλήσω για ένα βιβλίο που αναφέρεται στην “κόκκινη βία”». «Χθες με πήρε ένας φίλος», είπε ο κος Μαυρίδης, «και με ρώτησε αν θα πάω σε αυτή, την “προβοκατόρικη εκδήλωση με στόχο τα 100 χρόνια του ΚΚΕ”, όπως τη χαρακτήρισε. Εγώ έγινα φιλελεύθερος συνειδητά, η οικογένειά μου δεν είχε τέτοια κληρονομιά, μέσα από συγκεκριμένες εμπειρίες, από τον κακό δρόμο, όχι μέσα από ευχάριστες καταστάσεις». «Ο εμφύλιος δεν τελείωσε όταν μας λένε τα βιβλία, για άλλους συνεχίζεται μέχρι σήμερα αλλά σίγουρα υπήρχε μέχρι την πτώση του τείχους», είπε και αναφέρθηκε στο «αναμφισβήτητο γεγονός» ότι υπήρχαν επιχειρήσεις του κόμματος και στρατιές ανθρώπων που δούλευαν στην προοπτική της επανάστασης. «Με τον εμφύλιο δεν έχουμε τελειώσει ακόμη διότι ποτέ δε θελήσαμε να κλείσουμε τους λογαριασμούς μας, να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα». «Ρώτησα κάποτε σε ανάλογη εκδήλωση γιατί υπάρχει τόση άγνοια κυρίως στο χώρο της δεξιάς και έλαβα την καταπληκτική απάντηση ότι οι δεξιοί ήταν οι νικητές και δε είχαν λόγο να διαβάζουν, να κοπιάζουν, είχαν αυτό το “χαρτί”, ικανό να τους βρει μία θέση στο δημόσιο ή αλλού. Αντίθετα οι αριστεροί έπρεπε να διαβάζουν για να πετύχουν κάτι». Μίλησε στη συνέχεια για το συγγραφέα, την ακεραιότητά του αλλά και την έλλειψη ανθρώπων σαν αυτόν, να γράψουν «για την άλλη πλευρά». «Ο Σάκης έχει πιστούς οπαδούς διότι δεν κοροϊδεύει τους αναγνώστες του». Αναφέρθηκε και στην προσωπική του σχέση με το θέμα, «Για μένα είναι άκουσμα ο εμφύλιος και δεν θα ήθελα να τον ζήσουν τα παιδιά μου, αν και τα τελευταία χρόνια φτάσαμε πολύ κοντά». «Δεν μπορούμε να ξεκαθαρίσουμε τους λογαριασμούς μας αν δεν δούμε τι έγινε πραγματικά εκείνη την περίοδο. Χρειαζόμαστε την ιστορική μελέτη, όχι τη μονόπλευρη, αλλά και τις απόψεις των ανθρώπων και από τις δύο πλευρές, χωρίς προκαταλήψεις, να διαβάσουμε και να ερευνήσουμε τα πάντα για αυτό και ο Σάκης συμβάλει σημαντικά σε αυτό». Ο κος Ευάνθης Χατζηβασιλείου ευχαρίστησε για την τιμητική, για διάφορους λόγους, πρόσκληση «Να μιλήσει για αυτό βιβλίο» και έδωσε ένα ενδιαφέρον στοιχείο, «Τα βιβλία που εκδίδονται για τη δεκαετία του ’40 είναι ίσα σε αριθμό με τα βιβλία για όλη την υπόλοιπη ιστορική περίοδο, από την Μυκηναϊκή εποχή μέχρι σήμερα». «Γιατί;», αναρωτήθηκε. «Μας αρέσει να ενσωματώνουμε την τότε λογική μέσα στην τρέχουσα πολιτική μας κουλτούρα, κάτι πολύ επικίνδυνο και άσχετο με την ιστορική ακρίβεια. Νομίζω ότι δεν είναι αριστερή αντίληψη αυτό που βλέπουμε το τελευταίο διάστημα. Φοβάμαι ότι αυτό που υπήρξε κάποτε μία αριστερή αντίληψη για τον εμφύλιο έχει γίνει πλέον ένα πρόσχημα. Έχω ακούσει και εγώ ανθρώπους να μιλούν για επανάληψη του ’44-49. Μου δημιούργησαν όμως την εντύπωση καθώς μιλούσαν ότι οι ίδιοι θα ήταν έτοιμοι να ξανανοίξει η Μακρόνησος αρκεί να μην τους κόψουν το μισθό και τη σύνταξη». «Το πλαίσιο είναι η πληθώρα βιβλίων για το ’40, περισσότερα απ’ ότι θα έπρεπε και η αυτή η βιβλιογραφία εξελίσσεται. ?λλοι θέλησαν θεμιτά να βάλουν την αριστερή οπτική μέσα στο αφήγημα, άλλοι θέλησαν να καταγράψουν την προσωπική τους εμπειρία πριν χαθεί. Αλλά το παρακάναμε. Όταν γράφονται πολλά, η πιθανότητα μεγαλώνει πολλά από αυτά να μην είναι αξιόλογα». «Ένα από τα πιο αξιόλογα βιβλία όμως είναι αυτό. Ο συγγραφέας θέλει κατ’ αρχήν ο ίδιος να καταλάβει τι έγινε. Αντιλαμβάνεται τη φύση του κομμουνιστικού υποκειμένου. Μας εξηγεί ότι η Ελλάδα ήταν από παλαιότερα επιρρεπής στον εθνικό διχασμό, είχε κινηθεί σε πιο παραδοσιακές μορφές. Η διαφορά είναι πλέον ότι το ΚΚΕ είναι μαζικό κόμμα και πολλά βήματα μπροστά σε οργανωτικό επίπεδο με πλούσια πείρα παράνομης δράσης που δεν έχουν άλλες δυνάμεις». «Η σημασία που δίνει στις διεθνείς εξελίξεις είναι το δεύτερο σημαντικό χαρακτηριστικό του βιβλίου, ο συγγραφέας αντιλαμβάνεται τον κόσμο γύρω μας και πως επηρεάζεται η ελληνική πραγματικότητα». «Ο ρόλος του απρόβλεπτου, του τυχαίου, του λάθους, επίσης παίζει σημαντικό ρόλο και ο συγγραφέας τον λαμβάνει υπόψη του. Δεν υπάρχουν κάποιοι που παίζουν σκάκι», είπε και ανέφερε γεγονότα που σχετίζονται με αυτή την άποψη, τη μη αναγνώριση της κυβέρνησης του βουνού αλλά και στρατιωτικές επιχειρήσεις που η έκβασή τους σχετίζεται με τις μετέπειτα εξελίξεις. «Το σύνολο αυτών των εξελίξεων, απαγόρευσαν στο ΚΚΕ να σκέφτεται με όρους νίκης». Αναφέρθηκε στην ανακήρυξη της κυβέρνησης του βουνού ως ένα κρίσιμο σημείο όπου «Αναγκαστικά το ΚΚΕ τίθεται εκτός νόμου, μία εξέλιξη με μακροπρόθεσμες τρομερές συνέπειες. Πως μπορείς εύκολα στη συνέχεια να το επαναφέρεις στην ομαλότητα;». Αναφέρθηκε στη συνέχεια στην αμερικάνικη παρέμβαση και στο πως αξιοποιήθηκε για τη στήριξη πολιτικών θέσεων, την αμφισβήτηση και μέσα στις ίδιες τις ΗΠΑ, στο πως η «αναθεωρητική σκέψη» αναθεωρείται ενώ η Ελλάδα παρέμεινε αγκυλωμένη. «Οι Αμερικανοί θεωρούν το ελληνικό πολιτικό σύστημα με τις πελατειακές σχέσεις απαρχαιωμένο και ανίκανο να ικανοποιήσει μία σύγχρονη κοινωνία. Έβλεπαν τη δημόσια διοίκηση ως έναν αποσταθεροποιημένο μηχανισμό ανίκανο να ολοκληρώσει προγράμματα. Ακόμα και την ελίτ τη θεωρούσαν κερδοσκοπική, μη παραγωγική, “Δεν έχουν τον πατριωτισμό που απαιτείται για να πληρώσεις φόρους”, έλεγαν για την οικονομική ελίτ. Η αμερικάνικη αντίληψη για την αποτελεσματικότητα και παραγωγικότητα βρήκε αντιστάσεις, όχι από τους κομμουνιστές αλλά από το πελατειακό σύστημα». «Η αντίσταση στο σταλινισμό που έβλεπα στην ανανεωτική αριστερά του ’80 όταν ήμουν φοιτητής, βρίσκεται μέσα σε αυτό το βιβλίο. Δεν ήμουν αριστερός αλλά ήταν κάτι που το θαύμαζα πολύ, έδειχνε πνευματική δύναμη. Πως μετά φτάσαμε σε καταστάσεις επανασταλινοποίησης τμημάτων αυτής της σκέψης είναι κάτι που με τρομάζει. Διαβάζοντας αυτό το βιβλίο θυμήθηκα τη δύναμη αυτών των ανθρώπων, της μετριοπαθούς αριστεράς». Ο συγγραφέας κος Σάκης Μουμτζής ευχαρίστησε το κοινό και τους ομιλητές για την παρουσία τους και μίλησε για το σκοπό του βιβλίου, «Κάθε βιβλίο έχει ένα γενεσιουργό ερώτημα και το ερώτημα αυτού του βιβλίου είναι, “Γιατί επέλεξε τον εμφύλιο πόλεμο ο Ζαχαριάδης1″». «Υπάρχουν δύο ερμηνευτικά σχήματα, των νικητών και των νικημένων, “ξενοκίνητος” έλεγαν οι μεν και “η λευκή τρομοκρατία” οι δε. Και τα δύο είναι ελλιπή, έπρεπε να βρω κάτι άλλο», είπε ο συγγραφέας. «Κατέληξα στο συμπέρασμα ότι το ρήμα “επέλεξε” ήταν ο λάθος. Ήταν ο μονόδρομος των ηγετών της 3ης Διεθνούς, μίας επιθετικής και επεκτατικής ιδεολογίας που αναγόρευε ως θεμιτά όπλα τον εμφύλιο και τη βία». «Ο Ζαχαριάδης δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, όπως και άλλοι ηγέτες στην Ευρώπη, στην Ιταλία που συγκλονίστηκε από εμφύλιες συγκρούσεις, στη Γερμανία με απόπειρες κατάληψης της εξουσίας από τους κομμουνιστές, στην Αυστρία το ίδιο…». «Δεν υπάρχει άλλη επεξεργασμένη πρόταση μετάβασης, το πρότυπο είναι το μπολσεβίκικο μοντέλο, ένοπλα τμήματα εργατών και στρατιωτών καταλαμβάνουν επίκαιρα σημεία και παίρνουν την εξουσία. Σε έναν πληθυσμό 175 εκ. έγραψαν την ιστορία 70 χιλ. άνθρωποι, αυτός ήταν ο στρατός των μπολσεβίκων». «Σε αυτό το μονόδρομο βρέθηκε και ο Ζαχαριάδης στον οποίο είναι ενταγμένη και η συνειδητή αποχή από τις εκλογές, ενταγμένη σε μία στρατηγική. ?λλο ήταν το ΚΚΕ της κατοχής και άλλο του Ζαχαριάδη ο οποίος ήταν προσωπικά υπεύθυνος για τις εξελίξεις, δεν υπήρξε απόφαση οργάνων για ένοπλο αγώνα. Ως βασική προϋπόθεση θεώρησε τη βοήθεια του Στάλιν τον οποίο και επισκέφθηκε ο οποίος τον παρέπεμψε στον Τίτο. Δεν τον ενδιέφεραν οι αξιωματικοί του ΕΛΑΣ,έφτιαξε το δικό του στρατό. Το 1947 εκπονήθηκε το σχέδιο “Λίμνες” που προέβλεπε την κατάληψη της Β. Ελλάδος και στρατολόγηση 50 χιλ. στρατιωτών επιτελώντας ένα συντριπτικό χτύπημα στην κυβέρνηση των Αθηνών και να την αναγκάσει σε συμβιβασμό». «Καταλυτικός παράγοντας ήταν η άρνηση του λαού να στηρίξει αυτή την προσπάθεια διότι δεν ήθελε τον κομμουνισμό και ένας επαναστατικός στρατός χωρίς λαϊκή στήριξη είναι χαμένη υπόθεση. Ούτε οι ίδιοι οι κομμουνιστές ήθελαν να πολεμήσουν, γι’ αυτό και ο ΔΣ ποτέ δεν ξεπέρασε τις 25 χιλ. στρατιώτες. Κρίσιμες επίσης ήταν οι ελλείψεις έμπειρων στελεχών, αξιωματικών, μιας και δεν έγιναν δεκτοί οι αξιωματικοί του ΕΛΑΣ και από επιχειρησιακά λάθη σκοτώνονταν πολλοί περισσότεροι χωρίς δυνατότητα ανανέωσης του στρατεύματος. Τέλος το θέμα της αποτυχίας στρατολόγησης νέων στρατιωτών λόγω της απροθυμίας συμμετοχής του λαού, ήταν καταλυτικός παράγοντας». «Προσπάθησα να καταρρίψω δύο μύθους. Πρώτον, ότι το στήριγμα των Αμερικανών και Βρετανών ήταν η δεξιά την οποία και οι δύο απεχθανόταν διότι δεν βοηθούσε στην απομόνωση του ΚΚΕ. Αντίθετα, ήθελαν έναν ισχυρό κεντρώο χώρο. Δεύτερον, ότι τα έκτακτα στρατοδικεία λειτουργούσαν ως εκτελεστικά αποσπάσματα. Σε 53 χλ. παραπομπές είχαμε 26 χιλ. αθωωτικές αποφάσεις (50%), 1 χρόνο έως ισόβια 30%-35%, 14 χιλ. εις θάνατον από τις οποίες οι 11 χιλ. δεν εκτελέστηκαν». «Για το τέλος άφησα τη Μακρόνησο. Από ποιους έχουμε μαρτυρίες τι έγινε εκεί; Από τους αριστερούς που έγραψαν τα απομνημονεύματά τους. Και ποιοι συγκεκριμένα; Αυτοί που δεν υπόγραψαν, το 2,5%. Το στρατόπεδο λειτουργούσε ως κέντρο εκπαιδεύσεως του ελληνικού στρατού. Στο διάστημα αυτό παρουσιάστηκαν 290.000 στρατιώτες από τους οποίους πήγαν στη Μακρόνησο 29.500, το 10%, από τους οποίους 400 δεν υπόγραψαν δήλωση». «Υπήρξε βία; Φυσικά. Ήταν στρατόπεδο σε καιρό εμφυλίου πολέμου. Όσοι πήγαιναν εκεί είτε υπέγραφαν και έφευγαν είτε δεν υπέγραφαν και απειλούνταν με βία ή τους ασκούνταν βία. Υπήρχαν 3 τάγματα, το 1ο, 2ο και 3ο. Στο 1ο είχαν 4.500 αμετανόητους κομμουνιστές που, με βάση τα δικά τους βιβλία, παραθέριζαν. Στο 2ο και 3ο είχαν τους “ρευστής συνειδήσεως”, δηλαδή αυτούς για τους οποίους δεν γνώριζαν τι είναι και τους έστελναν εκεί για “παν ενδεχόμενο”. Οι περισσότεροι υπέγραφαν και επέστρεφαν στις μονάδες τους. Μύθος και υπερβολές είναι τα περισσότερα που λέγονται για τη Μακρόνησο. Ο Λεωνίδας Κύρκος πηγαίνοντας εκεί δεν υπέγραψε και για 15 ημέρες φιλοξενούνταν στο κατάλυμα του διοικητή. Τη Μακρόνησο επισκέφτηκαν και δημοσιογράφοι του ριζοσπάστη. Την ιστορία τη γράφουν οι πολλοί και οι διαθέσεις τους. Στις 5 Μαρτίου του ’50 έγιναν εκλογές για τις οποίες δεν είπε κανένας τίποτα». «Πρέπει να δούμε τον εμφύλιο υπό το πρίσμα των τότε συνειδήσεων των τότε θεωρητικών επεξεργασιών. Αν κάνουμε τον αναχρονισμό να τον δούμε με τις σύγχρονες αντιλήψεις δεν θα καταλάβουμε τίποτα. Τα πράγματα έγιναν έτσι διότι μόνον έτσι μπορούσαν να γίνουν». Ακολούθησαν τοποθετήσεις από το κοινό, ερωτήσεις και συζήτηση με το συγγραφέα και τους ομιλητές.