Ένας πόλεμος χωρίς τέλος

Ελένη Πασχαλούδη
Πέμπτη 13-05-2010,
19:15,
Πολυχώρος Μαλλιάρης-Παιδεία «Ανατόλια», (Δημητρίου Γούναρη 39, απέναντι από την Καμάρα)

Οι Εκδόσεις Επίκεντρο παρουσίασαν το βιβλίο: “Ένας πόλεμος χωρίς τέλος”, της Ελένης Πασχαλούδη, την Πέμπτη 13 Μαΐου 2010, στην Θεσσαλονίκη. Η συγγραφέας στο έργο αυτό ερευνά το ταραγμένο μετεμφυλιακό πολιτικό κλίμα, μέσα από την αφήγησή του από την πλευρά των πολιτικών ελίτ, καταδεικνύοντας την προσπάθεια διαμόρφωσης και, ως ένα βαθμό, ελέγχου της συλλογικής μνήμης. Για το βιβλίο μίλησαν οι:

Στράτος Δορδανάς, Λέκτορας Ιστορίας Τμήματος Βαλκανικών Σπουδών, Πανεπιστήμιου Δυτικής Μακεδονίας
Δημοσθένης Δώδος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήματος Πολιτικών Επιστημών Α.Π.Θ.,
Νίκος Μαραντζίδης, Αναπληρωτής Καθηγητής ΠΑ.ΜΑΚ.

Και η Ελένη Πασχαλούδη, Ιστορικός, συγγραφέας του βιβλίου. Την συζήτηση συντόνισε ο Πέτρος Παπασαραντόπουλος. Οι ομιλητές της βιβλιοπαρουσίασης, Πέτρος παπασαραντόπουλος, Νίκος Μαραντζίδης, Ελένη Πασχαλούδη, Δημοσθένης Δώδος, Στράτος Δορδανάς. Ομιλία – Χαιρετισμός Πέτρου Παπασαραντόπουλου, Υπεύθυνου Εκδόσεων Επίκεντρο: Ένας Εμφύλιος του Λόγου Εκ μέρους των εκδόσεων ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ θέλω να σας ευχαριστήσω για την παρουσία σας στην σημερινή εκδήλωση που είναι αφιερωμένη στο βιβλίο της Ελένης Πασχα-λούδη «Ένας Πόλεμος χωρίς τέλος». Ας προσπαθήσουμε για λίγο να μεταφερθούμε στην χρονολογία που είναι η αφετηρία της έρευνας της Ελένης Πασχαλούδη, το 1950. Η Ελλάδα είναι μια χώρα μετά το τέ-λος του εμφυλίου, μια χώρα σε ερείπια. Μια χώρα η οποία χρειάζεται άμεση ανασυγ-κρότηση, οικονομική, πολιτική, κοινωνική. Ταυτόχρονα όμως η χώρα αυτή χρειάζεται και μια εκ βάθρων ιδεολογική ανασυγκρότηση. Επειδή τα έθνη κράτη της νεωτερικότητας, είναι αδύνατον να ζήσουν χωρίς τους εθ-νικούς μύθους, επειδή τα έθνη χρειάζονται αυτό που ο Αντόνιο Γκράμσι είχε περιγ-ράψει ως το κονίαμα, ως το τσιμέντο του κοινωνικού σχηματισμού, η Ελλάδα χρεια-ζόταν επειγόντως μια νέα αφήγηση. Μια νέα αυτοαντίληψη, μια νέα κοσμοαντίληψη, μια νέα θεωρία και ιδεολογία για τον εαυτό της. Αυτό ακριβώς είναι το αντικείμενο του βιβλίου της Ελένης Πασχαλούδη. Είναι ένα συναρπαστικό βιβλίο που περιγράφει τα όπλα που χρησιμοποιήθηκαν για την κατάκ-τηση της πολιτικής ηγεμονίας στην μετεμφυλιακή Ελλάδα. Χρησιμοποιώ βέβαια τον όρο όπλα με την μεταφορική έννοια του όρου, επειδή στη μάχη για την ηγεμονία το κυρίαρχο όπλο είναι ο λόγος. Είναι η αφήγηση, ή για να το πω, με τον τρόπο του Μα-νώλη Αναγνωστάκη σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις να μην τις παίρνει ο άνεμος. Η Ελένη Πασχαλούδη περιγράφει με έναν εξαιρετικά συστηματικό και τεκμηριωμένο τρόπο τις τρεις αφηγήσεις που συγκροτήθηκαν από τις τρεις μεγάλες μετεμφυλιακές παρατάξεις. Την Δεξιά, το Κέντρο, και την Αριστερά. Αναλύει τα δημοσιεύματα των σημαντικότερων εφημερίδων των τριών παρατάξεων καθώς και πληθώρα επιπρόσθε-του υλικού. Με δεδομένο το σημαντικό ρόλο που έπαιζε ο Τύπος σε εποχές που τη-λεόραση δεν υπήρχε και το ραδιόφωνο ήταν κρατικά ελεγχόμενο, τα δημοσιεύματα των εφημερίδων είχαν πολλαπλάσια επιρροή απ? ότι στις ημέρες μας. Ήταν ένας αδυσώπητος πόλεμος για το παρελθόν που στην πραγματικότητα, ήταν ένας πόλεμος για το παρόν και το μέλλον, όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Νίκος Μαραντζί-δης στον πρόλογο του βιβλίου. Η κυρίαρχη αφήγηση, η αφήγηση των νικητών του εμφυλίου βασιζόταν στο δίπολο, που ουσιαστικά είναι δύο όψεις του ιδίου νομίσματος, της εθνικοφροσύνης και του αντικομμουνισμού. Οι δύο έννοιες, παρότι είναι δύο όψεις του ιδίου νομίσματος, έχο-υν η μία περισσότερο θετική σήμανση και η άλλη περισσότερη αρνητική. Αυτή ήταν και η διακύμανση της αφήγησης των νικητών. Όταν έβλεπαν ότι βρίσκονταν σε κίν-δυνο από ένα καινούριο πρόταγμα που ήταν η διχοτομία δεξιά/αντιδεξιά, ανέσυραν από τη μνήμη τις χειρότερες στιγμές του εμφυλίου, προσπαθώντας να αποτρέψουν τη συνεργασία του Κέντρου και της Αριστεράς. Φυσικά όταν απέτυχαν και σ? αυτό εμφανίστηκε η έσχατη λύση, η λύση της δικτατορίας. Η καρικατούρα του «Ελλάς, Ελλήνων, Χριστιανών» που όπως έγραψε ο Γιώργος Σεφέρης: Ελλάς? πυρ! Ελλήνων? πυρ! Χριστιανών ?πυρ! Τρεις λέξεις νεκρές. Γιατί τις σκοτώσατε; Όταν όλα αυτά κατέρρευσαν πολιτικά με την μεταπολίτευση του 1974, τα ιδεολογικά εργαλεία του παρελθόντος εξαφανίστηκαν με έναν εκπληκτικά γρήγορο τρόπο. Τόσο η Ελένη Πασχαλούδη όσο και ο Νίκος Μαραντζίδης στον πρόλογο του βιβλίου, επισημαίνουν ότι τα καινούρια ιδεολογικά εργαλεία που εμφανίστηκαν μετά το 1974 αξίζει τον κόπο να ερευνηθούν και να μελετηθούν. Επιτρέψτε μου να υπογραμμίσω ότι εύχομαι να μελετηθούν με τον εξαιρετικά τεκμηριωμένο τρόπο της Ελένης Πασχαλούδη, όπως αποτυπώνεται στο παρόν βιβλίο της. Μπαίνω όμως στον πειρασμό να πω ότι τα ιδεολογικά εργαλεία της μεταπολίτευσης φέρουν σε πολύ μεγάλο βαθμό το δικό τους μερίδιο ευθύνης για την πρωτοφανή οικονομική και πολιτική κρίση που βιώνουμε στις μέρες μας. Ομιλία Στράτου Δορδανά Μια από τις λίγες φορές που είχα το χρόνο να διαβάσω ?και όχι απλώς να ξεφυλλίσω? μια εφημερίδα ήταν όταν στα χέρια μου έπεσαν Τα Νέα της 8-9 Μαΐου 2010. Μέσα στην αποπνικτική ατμόσφαιρα της κρίσης, των επώδυνων οικονομικών μέτρων, των δολοφονικών ενστίκτων και της αποσάθρωσης του κοινωνικού ιστού, η προσοχή μου επικεντρώθηκε αυτομάτως στην αρθογραφία της εφημερίδας και στις τοποθετήσεις του δημοσιογραφικού αλλά και πνευματικού κόσμου για τις τρέχουσες εξελίξεις. Με ενδιαφέρον παρατήρησα πως, ολοκληρώνοντας την ανάγνωση της εφημερίδας, είχα εντοπίσει τέσσερα άρθρα όπου οι αναφορές στο παρελθόν και μάλιστα στη δεκαετία του 1940 κατείχαν δεσπόζουσα ή έστω περιφερειακή θέση: Ο Παύλος Τσίμας σχολίαζε την προσπάθεια του Καρατζαφέρη να πείσει τους συναδέλφους του στη Βουλή πως «σαράντα χρόνια από την αυτοκτονία του Νίκου Ζαχαριάδη το ΚΚΕ ετοιμάζει τον ?τρίτο γύρο? του Εμφυλίου» (σ. 4), ο Τάκης Θεοδωρόπουλος ξεκινούσε το άρθρο του για την πτωχή πλην ατιμασμένη χώρα από τα χρόνια που η Ελλάδα αγωνιζόταν να μη γίνει Αλβανία (σ. 10), ο Λευτέρης Παπαδόπουλος θυμόταν με αφορμή τα θλιβερά επεισόδια στο κέντρο της Αθήνας τα Δεκεμβριανά του 1944, παιδί τότε εννέα ετών (σ. 6), και ο Κώστας Γεωργουσόπουλος υποστήριζε πως οι ημέρες ετούτες αλλά και όσες θα έρθουν θυμίζουν ημέρες του ?50, όταν η χώρα είχε βγει καθημαγμένη από τον Εμφύλιο Πόλεμο (σ. 11). Πριν πάρω την εφημερίδα είχα μόλις ολοκληρώσει την ανάγνωση του βιβλίου της Ελένης Πασχαλούδη, διαπιστώνοντας πόσο επίκαιρο είναι σε μια γενικότερη συζήτηση για τους τρόπους, τον χρόνο και τους λόγους για τους οποίους μια κοινωνία επιστρέφει στο παρελθόν για να ερμηνεύσει το παρόν και να εικάσει το μέλλον και ειδικότερα για τη στάση των πολιτικών ελίτ και τη λειτουργία των κομματικών μηχανισμών που εργαλειοποιούν το παρελθόν με βάση την πολιτική συγκυρία. Το βιβλίο, που αποτελεί την επεξεργασμένη μορφή της διδακτορικής διατριβής της συγγραφέως, αρθρώνεται σε τέσσερα κεφάλαια, όπου χαρτογραφείται η προσπάθεια των πολιτικών ελίτ να διαμορφώσουν στην ουσία τη συλλογική μνήμη προσαρμόζοντας την πολιτική ρητορική και τα προγράμματά τους στο παρόν, με τη συνειδητή επιστροφή τους στο παρελθόν ανάλογα με τη συγκυρία. Τα πολιτικά κόμματα επικαλούνται στον λόγο της περιόδου 1950-67 τα γεγονότα της δεκαετίας του ?40, σε μια προσπάθεια να κεφαλαιοποιήσουν στο παρόν την επίκληση αυτή, δηλαδή να κατασκευάσουν μια στέρεα ιδεολογική πλατφόρμα για τα ίδια και μια συμπαγή πολιτική ταυτότητα για τους οπαδούς τους∙ συνθήκες ικανές να εξασφαλίσουν τον απαραίτητο ζωτικό πολιτικό χώρο ?σαφώς διακριτό μεταξύ τους? και να συσπειρώσουν την κομματική βάση. Για να το πετύχουν αυτό χρειάζεται οι αναγνώσεις του παρελθόντος να είναι πρωτίστως πειστικές και όχι κατ? ανάγκην αληθινές, καθώς και να εξασφαλίζουν τη συναίνεση της κοινής γνώμης. Το μίνιμουμ της συναίνεσης προκύπτει και για τις τρεις παρατάξεις μέσα από την εγγραφή της διήγησής τους στο εθνικό αφήγημα, τη μετατροπή του παρελθόντος σε πολιτικό διακύβευμα του παρόντος επί τη βάσει συχνά ενός μανιχαϊστικού τρόπου προσέγγισης και τη στήριξη των αποφάσεων της κομματικής ηγεσίας ?κυρίως για τους ηττημένους του Εμφυλίου?, ώστε το παρόν να καταστεί πιο υποφερτό και το μέλλον πιο αισιόδοξο. Αν θα ήθελε κανείς να εξειδικεύσει περαιτέρω πάνω στους λόγους για τους οποίους οι παρατάξεις επιστρέφουν στο παρελθόν και το ενσωματώνουν στον πολιτικό τους λόγο, χρειάζεται να διατρέξει, όπως κάνει πολύ καλά η συγγραφέας, όλο το χρονικό διάστημα από το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου έως την ημέρα του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου, για να διακρίνει τις στοχεύσεις των παρατάξεων αυτών μέσα από την επισταμένη μελέτη του προσκείμενου Τύπου της εποχής και των σχετικών δημοσιευμάτων για τη δεκαετία του ?40 στις προεκλογικές περιόδους. Για τη ρητορική της Δεξιάς, το σχήμα του αποκλεισμού, η διάκριση μεταξύ εθνικοφρόνων και μη εθνικοφρόνων, συγκρότησε την ιδρυτική παραταξιακή βάση της και στη συνέχεια προσέδωσε συνεκτική ιδιότητα στους ψηφοφόρους της. Φυσικά, στη συγκεκριμένη περίπτωση προτάσσεται ο «διδακτικός» Εμφύλιος και όχι η Κατοχή, που προκαλούσε αμηχανία, καθώς ήταν αυτός που αποδείκνυε τον «προδοτικό» χαρακτήρα του «ξενοκίνητου» ΚΚΕ στον αντίποδα της εθνικοπατριωτικής Δεξιάς, της μόνης που μπορούσε να εγγυηθεί την προάσπιση του κοινωνικού καθεστώτος από τη διαρκή κομμουνιστική επιβουλή. Οι δε αυξομειώσεις στα δημοσιεύματα για το παρελθόν θα πρέπει να προσδεθούν με την πολιτική συγκυρία, το ρευστό πολιτικό σκηνικό, καθώς και συνακόλουθα με τις εκλογικές ανάγκες που τοποθετούσαν ανάλογα στην αντίπερα όχθη άλλες παρατάξεις. Έτσι, αν και η εκλογική κεφαλαιοποίηση επέβαλε τη σταθερή πρόταξη της στρατιωτικής νίκης, ώστε από το «πολιτικό Βίτσι» να προκύψει ο «κοινοβουλευτικός Γράμμος» κατά τον Τσαλδάρη, οι σχετικές αναφορές ατονούν το 1952, όταν ο Παπάγος πρόταξε τη λήθη για να εντάξει στον Ελληνικό Συναγερμό το σύνολο των εθνικοφρόνων διεμβολίζοντας το Κέντρο. Από μόνο του το πρόσωπο του Στρατάρχη επέτρεψε τη γεφύρωση του 1940-41 με το 1946-49 και την ιδεολογική ενοποίηση της Δεξιάς, στρέφοντας την πολεμική ρητορική της τόσο εναντίον της ΕΔΑ όσο και κατά της συνεργασίας της ΕΠΕΚ με το ΚΦ. Ασφαλώς οι εκλογές του 1956 συνιστούν για τη Δεξιά σημείο καμπής, καθώς η ΕΡΕ του Καραμανλή, έχοντας να αντιμετωπίσει σύσσωμη την αντιπολίτευση, εγκαταλείπει τη λήθη υποστηρίζοντας ως εθνικά αναγκαία τη μνήμη του παρελθόντος. Το ίδιο θα συμβεί και κατά τη διάρκεια των εκλογικών αναμετρήσεων των αρχών της δεκαετίας του ?60, όταν είναι και η μοναδική πολιτική παράταξη που σε πείσμα των καιρών επιμένει στο σχήμα της εθνικοφροσύνης, καθώς τόσο το Κέντρο όσο και η Αριστερά τείνουν να το υπερβούν για χάρη της διάκρισης Δεξιά-Αντιδεξιά. Στον αντίποδα της Δεξιάς και στην προσπάθειά της να μονοπωλήσει τον χώρο της εθνικοφροσύνης, το Κέντρο εμφανίζεται καταρχήν να αμφιταλαντεύεται αφενός μεταξύ του βενιζελικού παρελθόντος και της διεκδίκησης μιας ισχυρής επιρροής στους εθνικόφρονες ψηφοφόρους και αφετέρου μεταξύ της προβολής της αντικομμουνιστικής δράσης στο παρελθόν ?με έμφαση στα Δεκεμβριανά? και της προσέγγισης και τελικά της συνεργασίας το 1956 με την Αριστερά. Δεν είναι όμως αυτή η μόνη ιδεολογική διασπορά που επιφέρει τις πολλαπλές αναγνώσεις του παρελθόντος, αλλά εξίσου και ο εσωτερικός διαγκωνισμός για την ηγεσία μεταξύ Σ. Βενιζέλου, Γ. Παπανδρέου και Ν. Πλαστήρα, εξαιτίας του οποίου αναδύονται στην επιφάνεια ανταγωνιστικές ιδεολογικές συνιστώσες. Έναντι της Δεξιάς και της Αριστεράς, το Κέντρο υποστήριξε την εναλλακτική πρόταση του «τρίτου δρόμου», όπου η πολιτική μετριοπάθεια επιτάσσει την αντίθεση στα δύο «άκρα», δεχόμενο ωστόσο ταυτόχρονα ως αντίδραση τη διπλή πίεση και τη διπλή πολεμική. Αυτός ο διμέτωπος αγώνας οδήγησε στην υιοθέτηση μιας άλλης στρατηγικής, που κινήθηκε μεταξύ των δύο άκρων και επομένως άντλησε ψήφους και από τους δύο χώρους. Με βάση το παραπάνω πλαίσιο, το ιδανικότερο για το Κέντρο θα ήταν να αποσιωπήσει τελείως το παρελθόν? επειδή όμως αυτό δεν μπορούσε να γίνει κατέφυγε σε μια άλλη αφήγηση για το παρελθόν ?σε σχέση με τη Δεξιά? προτείνοντας παραδειγματικά τα Δεκεμβριανά ως την κορυφαία στιγμή της εθνωφελούς δράσης των στελεχών του, αλλά και την ικανότητά του στο παρόν ?αν χρειαστεί? να συντρίψει για μια ακόμη φορά τον κομμουνισμό χωρίς να καταφύγει κατ? ανάγκη σε αντιδημοκρατικές λύσεις. Για την αλίευση εθνικοφρόνων ψηφοφόρων από τη δεξαμενή της Δεξιάς επιλέχθηκε η περίοδος 1944-49 ως η καταλληλότερη και όχι η Αντίσταση, ενώ η αντικομμουνιστική ρητορεία έλαβε υπόψη της την πολιτική συγκυρία ?διακρίνοντας την Αριστερά από τον κομμουνισμό? καθώς για την ήττα της Δεξιάς ήταν απαραίτητες και οι ψήφοι της Αριστεράς. Τα αιτήματα της ομαλότητας, της μετριοπάθειας και του εκδημοκρατισμού μετουσιώθηκαν από το 1961 στην κύρια στρατηγική γραμμή για την παράταξη και εκφράστηκαν μέσα από τον Ανένδοτο που πριμοδότησε τη διάκριση Δεξιάς-Αντιδεξιάς και ?καταφέρνοντας να πολιτικοποιήσει τη νέα γενιά αλλά και να αφουγκραστεί τις νέες κοινωνικές διεκδικήσεις? οδήγησε τον Γ. Παπανδρέου στη νίκη του Νοεμβρίου 1963. Για τον αδιαφιλονίκητο πλέον ηγέτη του Κέντρου αυτή η νίκη ήταν αποτέλεσμα μιας συνεπούς πολιτικής, που, εκκινώντας το 1944 με την κατάλυση της «τυραννίας» της κομμουνιστικής Αριστεράς, πέρασε από το ενδιάμεσο στάδιο της απαξίωσης του εθνικοφρόνου επιχειρήματος, για να καταλήξει με την κατάλυση της «τυραννίας» και της Δεξιάς. Αν στην παραταξιακή αφετηρία του το Κέντρο είχε τηρήσει αντανακλαστικά μια θέση άμυνας απέναντι στις επιθέσεις της Δεξιάς και στην κατηγορία για «συνοδοιπορία», η άμυνα ήταν εκείνη που χαρακτήρισε κυρίαρχα τη στάση των ηττημένων, όπως επίσης και οι αντιφάσεις στη ρητορική τους. Το βασικό πρόταγμα εδώ ήταν η μνήμη του παρελθόντος να λειτουργήσει συνδυαστικά με τις αναφορές στα προβλήματα του παρόντος και κυρίως εντός ενός πλαισίου όπου η Αριστερά έπρεπε να επιβιώσει πολιτικά και ταυτόχρονα να αποκτήσει-επανακινητοποιήσει μια εκλογική βάση. Η άμυνα έναντι της Δεξιάς, όπου στη διαιρετική τομή του αποκλεισμού αντιτάχθηκε το δίπολο Αντίσταση-Συνεργασία με τον εχθρό, έγινε διεκδίκηση έναντι του Κέντρου εκείνων που είχαν αποχωρήσει από το ΕΑΜ-ΚΚΕ μετά τα Δεκεμβριανά. Αλλά, όπως και το Κέντρο, έτσι και η Αριστερά χρησιμοποίησε το παρελθόν όχι μόνο για να ετεροπροσδιορίσει το πολιτικό φάσμα αλλά και για εσωτερικούς λόγους: η διάσπαση της επαναστατικής-κομμουνιστικής Αριστεράς μετά την ήττα του ΔΣΕ παρήγαγε δύο διαφορετικούς κόσμους με άλλες παραστάσεις και επομένως προκάλεσε δύο διαφορετικές ρητορικές σε σχέση με την επανατοποθέτηση απέναντι στο παρελθόν. Για τη Δημοκρατική Παράταξη και στη συνέχεια για την ΕΔΑ η Αντίσταση στον κατακτητή συγκρότησε το νομιμοποιητικό αφήγημα για την επιστροφή της στην οδό της πολιτικής νομιμότητας σε ένα εχθρικό περιβάλλον, σε αντίθεση με το ΚΚΕ στην υπερορία όπου ο κομματικός μηχανισμός επικρότησε τις επιλογές του Ζαχαριάδη και του στενού επιτελείου του κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, με σκοπό να νομιμοποιηθεί στα μάτια των πολιτικών προσφύγων, να κρατηθεί στην εξουσία και να διατηρήσει τη θέση του στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Σε αντίθεση με την ΕΔΑ και τη λήθη της Δεξιάς, το ΚΚΕ περιγράφει τη λήθη ως την αφετηρία για την προετοιμασία του νέου ένοπλου αγώνα και τον Εμφύλιο ως την κορυφαία εκδήλωση του αγώνα αυτού, στον αντίποδα της δριμείας κριτικής προς τον ΕΛΑΣ, ζαχαριαδικής επίνευσης. Εδώ, οι αποφάσεις της 6ης Ολομέλειας του 1956 και οι εκκαθαρίσεις που ακολούθησαν επαναπροσδιόρισαν τη στάση του ΚΚΕ, τη ρητορική, καθώς και τη μετερχόμενη ορολογία του για το παρελθόν. Η περίοδος 1941-44 βρήκε και πάλι τη θέση της στον πολιτικό λόγο της Αριστεράς και ο Σαράφης τέθηκε αντιμέτωπος με τον Παπάγο σε συμβολικό επίπεδο, ενώ με τη σειρά του ο Παπάγος δεν διέφερε σε τίποτε από τον Πλαστήρα στην παραταξιακή διαπάλη μεταξύ Αριστεράς, Κέντρου και Δεξιάς. Μια διαπάλη που εν τέλει μετέβαλε τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο σε ζητήματα διαρκούς εκκρεμότητας στον μεταπολεμικό ελλαδικό κόσμο, με την ένταση να εντοπίζεται στο διάστημα αμέσως μετά τη λήξη της εμφύλιας αναμέτρησης, όταν δηλαδή ούτως ή άλλως το παρόν διαπλεκόταν με το παρελθόν λόγω χρονικής εγγύτητας. Καθώς οι τρεις παρατάξεις επιστρέφουν στο παρελθόν για να συγκροτηθούν στο παρόν και ταυτόχρονα να νομιμοποιήσουν παρελθοντικές επιλογές ως εθνικά επωφελείς, τα ενοποιητικά στοιχεία και όχι τα διαιρετικά επιλέχθηκαν κατά κόρο για να εργαλειοποιηθούν. Τελικά, όσο και αν αυτό ακουστεί οξύμωρο, ο Εμφύλιος Πόλεμος μέσα από τις διαιρέσεις του μπορεί να θεωρηθεί πως συνένωσε κατά κάποιο τρόπο τις πολιτικές ελίτ από τη στιγμή που σε μνημονικό επίπεδο γρήγορα ο εορτασμός του ατόνησε∙ η συναίσθηση πως τελικά επρόκειτο για έναν αδελφοκτόνο πόλεμο, που μάλιστα διεξήγαγε μια Δημοκρατία των εκτάκτων έστω μέτρων, αποτυπώνεται ξεκάθαρα με τη σταδιακή απομάκρυνση του επίσημου κράτους από τις εορταστικές εκδηλώσεις. Σήμερα οι «γιορτές μίσους» δεν είναι με βεβαιότητα της «μόδας», αλλά αυτό ισχύει για τη μια μόνο πλευρά, αυτή που είχε μονοπωλήσει την εξουσία και ηγεμονεύσει στη διαμόρφωση της επίσημης μνήμης μέχρι το 1974. Πλέον, οι πρώην ηττημένοι έχουν πάρει για τα καλά τη ρεβάνς από τους άλλοτε νικητές, σε έναν πόλεμο που πραγματικά δεν έχει τέλος. Αλλά η ανάγκη η έρευνα αυτή να επεκταθεί και στην περίοδο της Μεταπολίτευσης φαίνεται πως θα αποτελέσει το νέο ερευνητικό πεδίο της Πασχαλούδη, αν κρίνουμε από το «παράπονο» του Νίκου Μαραντζίδη (πρόλογος, σ. 16), το οποίο, όποτε διατυπώνεται, συνήθως θα πρέπει να αναμένει κανείς πως σύντομα θα μετουσιωθεί σε πράξη από τους μαθητές του. Πριν ολοκληρώσω την παρουσίαση του ανά χείρας βιβλίου ?όπου οι στατιστικοί πίνακες θα μπορούσε να διανθιστούν με φωτογραφικό ή άλλο έντυπο υλικό? θα ήθελα να εξάρω τη σημαντική αυτή και ιδιαίτερα επίπονη δουλειά, που επισφραγίστηκε από μια καλαίσθητη έκδοση και ένα εμπνευσμένο εξώφυλλο, το τελευταίο γραφιστική δημιουργία του Νίκου Βαλασιάδη. Μια ματιά και μόνο στις πηγές αρκεί για να δείξει πως η ανάγνωση των εφημερίδων για μια τόσο μεγάλη χρονική περίοδο δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση. Απέναντι στις δυσκολίες η Πασχαλούδη αντέταξε πολλά προτερήματα∙ έχοντας στο βιογραφικό της ιστορικές σπουδές, αφενός δεν ξέχασε τις καταβολές της και υπάκουσε με εντιμότητα στις επιταγές της Κλειούς και αφετέρου αποδείχθηκε στην πορεία ένας καλός μαθητής της πολιτικής επιστήμης και των μεθοδολογικών εργαλείων της. Η διπλή επιστημονική ταυτότητα της επέτρεψε να φέρει σε πέρας με απόλυτη επιτυχία το συγγραφικό αυτό εγχείρημα ?κάτι που είναι έκδηλο σε όλο το έργο? όπως είμαι σίγουρος πως θα τη συνδράμει και στο επόμενο. Για την ίδια ο πόλεμος αυτός σίγουρα δεν θα είναι και ο τελευταίος. Η συγγραφέας του βιβλίου, Ελένη Πασχαλούδη, μαζί με τον Νίκο Μαραντζίδη, ο οποίος και προλόγισε το έργο της. Ομιλία Νίκου Μαραντζίδη (απομαγνητοφωνημένη) Ξεκινώντας από αυτά που ο Στράτος Δορδανάς είπε, πρέπει να πω ότι δυσκολεύ-ομαι πολύ συχνά, παρ? ότι υπήρξα, όπως θα ξέρετε, ή θα καταλάβατε ο επιβλέπων καθηγητής της κας Πασχαλούδη, να τοποθετήσω, να κατατάξω αυτό το βιβλίο σ? αυ-τούς τους χώρους που έχουμε συνηθίσει, τους επιστημονικούς, τις θεματικές επιστη-μονικές ενότητες, να το κατατάξουμε με την κλασική έννοια, εν πάσει περιπτώσει, και να το τοποθετήσω είτε στο χώρο της ιστορίας, είτε στο χώρο της πολιτικής επιστήμης, είτε στο χώρο της ιστορικής κοινωνιολογίας, είτε, ελαφρώς ίσως θα μπορούσε να πει κανείς, και σ? άλλους χώρους, αν θέλουμε να βρούμε στοιχεία από αυτό που θα λέγαμε προφορική ιστορία, ή κοινωνιολογία της μνήμης και πάει λέγοντας. Αυτό ο-φείλεται σε πολλά στοιχεία. Αναμφίβολα, ένα απ? αυτά που νομίζω έχει ενδιαφέρον για ένα ακροατήριο, με την έννοια και λίγο του κουτσομπολιού, είναι ότι πρόκειται για ένα βιβλίο που προέκυψε από μια δύσκολη επαφή ενός πολιτικού επιστήμονα που είμαι εγώ με μία ιστορικό που είναι η Ελένη Πασχαλούδη. Παρ? ότι μπορεί κανείς να εκπλήσσεται από αυτό που θα ακούσει, εμένα δεν με ελκύει η ιστορία, δεν με ενθουσιάζει η ιστορία, δεν μ? αρέσει η ιστορία. Ούτε ιδιαίτε-ρα τα ιστορικά γεγονότα και τα ιστορικά βιβλία, δεν με ξετρελαίνουν. Αντίθετα, ως πολιτικός επιστήμονας εκπαιδευμένος ως πολιτικός επιστήμονας, μου αρέσουν πε-ρισσότερο οι αναζητήσεις, οι αναγνώσεις συμπεριφορών, πλαισίων συμπεριφορών, που έχουν μεγαλύτερη αντοχή στο χρόνο από τα ιστορικά γεγονότα. Αυτό θα πείτε είναι γούστα και εκπαίδευση. Αντίθετα, η Ελένη Πασχαλούδη προέρχεται από μία σχολή ιστοριογραφίας, αυτή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, ιδιαίτερα σοβαρή και ιδιαίτερα συστηματική ως προς τον τρόπο της δουλειάς της, ακολουθώντας πειθαρχίες, οι οποίες έχουν μια αυστηρότητα, μια μεθοδολογία συγκεκριμένη, η οποία αναπαράγε-ται ειδικά στο Αριστοτέλειο θα έλεγα, από τον καθηγητή στο δάσκαλο, με μια πολύ μεγάλη συνέπεια. Ιδιαίτερα η Ελένη Πασχαλούδη σ? αυτό το θέμα, όταν εγώ την γνώρισα, σχεδόν είχε τελειώσει, είχε λίγο καιρό που είχε τελειώσει τη μεταπτυχιακή της εργασία, την οποία την είχε κάνει με έναν πολύ χαμηλού προφίλ, για τα δικά μας αρκετά θορυβώδη πράγματα, στο χώρο της δεκαετίας του ?40, αλλά πολύ συστηματικό και εξαιρετικό επιστήμονα, τον Βασίλη Κόντη, που είναι γνωστό σ? ό-σους ασχολούνται με τη θεματική αυτή, ότι ο Βασίλης Κόντης είναι ένας ιστορικός που θα τον κατατάσσαμε σ? αυτό που ονομάζουμε διπλωματική ιστορία. Κάπως έτσι, λοιπόν, αυτού του είδους η όσμωση ανάμεσα σ? έναν πολιτικό επιστήμονα με ενδια-φέροντα για τη δεκαετία του ?40, ως όμως μία περίοδο η οποία διαμορφώνει τις συνε-ιδήσεις μας, τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τις προσλήψεις του σήμερα, από την μια, και μια ιστορικό, η οποία ενδιαφέρεται και έχει μάθει να δουλεύει με συστηματι-κό τρόπο τις περιόδους της χρονικής διάρκειας, που αναλαμβάνει να δουλέψει, σε μεγάλο βαθμό, λοιπόν, αυτή η όσμωση παρήγαγε αυτό το βιβλίο. Αναμφίβολα, αυτό είναι το βιβλίο της Ελένης Πασχαλούδη, δεν είναι ένα βιβλίο το οποίο είναι μίξη, είναι η δουλειά της Ελένης Πασχαλούδη, και όπως είπα πριν, είναι μια δουλειά από πολλές πλευρές αξιοζήλευτη. Τρία στοιχεία, γιατί επισημάνανε σχεδόν το σύνολο των θεματικών του βιβλίου, και ο Στράτος Δορδανάς που μίλησε πριν από μένα, και ο Δημοσθένης Δώδος, τρία στοιχεία, θα έλεγα, μας επιτρέπουν σ? αυτό το βιβλίο να κάνουμε αναγνώσεις ανάλογα με τα δικά μας ενδιαφέροντα, ή αν θέλετε με τις δικές μας ευαίσθητες κεραίες. Το ένα είναι το πεδίο της μνήμης. Τα ερωτήματα με τα οποία ασχολείται στο επίπεδο της θεωρίας, ειδικά στην αρχή και στο τέλος, η Ελένη, το πώς θυμούνται οι κοινωνίες τραυματικά γεγονότα. Γεγονότα με έντονη επίδραση στο μέλλον και η οποία επίδρασή τους ουσιαστικά δημιουργεί ένα ή πολλά, αν θέλετε, τραύματα μέσα στο κοινωνικό σώμα. Εδώ, η συζήτηση είναι πολύ μεγάλη διεθνώς, η βιβλιογραφία είναι τεράστια, ένα μέρος της η Ελένη χρησιμοποιεί προκειμένου να δείξει ακριβώς και να εντάξει τη συλλογική μνήμη, γιατί αυτό ενδιαφέρει την Ελένη, τη συλλογική μνήμη της δεκαετίας του ?40, μέσα στην ελληνική κοινωνία, μέσα στο κοινωνικό σώμα της με-ταπολεμικής περιόδου, της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου, μέχρι το 1967. Δεν θα μπω προς το παρόν τουλάχιστον σ? αυτή συζήτηση. Η Ελένη Πασχαλούδη εντάσσεται σε μία συγκεκριμένη γραμμή ανάλυσης σε σχέση με τη μνήμη που περίπου και πολύ χονδρικά, προσπαθώντας να εκλαϊκεύσω, ίσως χονδροειδώς, θα πω ότι λέει πως οι κοινωνίες κατασκευάζουν το παρελθόν με βάση το παρόν, αλλά αυτή η κατασκευή δεν είναι φανταστική, δεν είναι εκ του μηδενός, στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα, πραγματικά βιώματα, πραγματικές καταστάσεις, οι οποίες όμως αναπαράγονται, μέσα από πολύπλοκους μηχανισμούς, και θεσμικούς και μη θεσμικούς μέσα στη διάρκεια του χρόνου. Αυτή είναι η μία συζήτηση, το ένα ενδιαφέρον του βιβλίου. Για όσους αγαπούν αυτά τα θέματα, όπως εγώ για παράδειγμα, μπορούν να βρουν ερεθίσματα για σκέψη, μπορούν να βρουν σίγουρα ένα πεδίο συζήτησης που προχωράει τα πράγ-ματα παραπέρα, τουλάχιστον σ? ό,τι έχει να κάνει με την ελληνική περίπτωση. Ένα δεύτερο επίπεδο συζήτησης είναι αυτό που πάρα πολύ ωραία ο Δημοσθένης Δώδος μας έδειξε, η πολιτική ιστορία από το τέλος του εμφυλίου, από το ?49, από το ?50, με βάση τις εκλογές, αν ακολουθήσουμε αυτή την πορεία, μέχρι τη δικτατορία του ?67. Και εδώ η συζήτηση, η σχέση της πολιτικής ιστορίας και του εμφυλίου είναι πάρα πολύ ενδιαφέρουσα. Ο Πέτρος Παπασαραντόπουλος υπαινίχθη στην αρχή μία διάσταση αυτής της σχέσης, δηλαδή, ότι κάθε παράταξη θυμάται τον εμφύλιο, όταν χρειάζεται να τον χρησιμοποιήσει εναντίον της άλλης παράταξης. Το πιο ενδιαφέρον δεν βρίσκεται εκεί, γιατί αυτό είναι μια κοινοτυπία, δεν χρειάζεται να είναι κανείς ιστορικός για να το καταλάβει. Θα μπορούσαμε να το μάθουμε αυτό ακόμα και αν με το ελληνικό κράτος επένδυε λιγότερα χρήματα. Αυτό που μαθαίνουμε όμως είναι κάτι άλλο. Ότι πολύ συχνά ο εμφύλιος και η δεκαετία του ?40 χρησιμοποιούνται ενδοπαραταξιακά, δηλαδή, με ένα πολιτικό κόμμα, χρησιμοποιεί τη μνήμη του εμφυλίου και της δεκαετίας του ?40, όχι απαραιτήτως για να συγκρουστεί με ένα κόμμα από το αντίπαλο πολιτικό στρατόπεδο, αλλά για να, το βάζω σε εισαγωγικά, να «καθαρίσει λογαριασμούς στο εσωτερικό της παράταξης». Δεν θέλω να φέρω παραδείγματα από τη δεκαετία του ?50, θα μπορούσαμε, όμως πολύ καλά να το καταλάβουμε αν στη μεταπολίτευση σκεφτόμασταν τη σχέση ανά-μεσα στο ΠΑΣΟΚ και την Αριστερά, για παράδειγμα, σε ό,τι αφορά τη χρήση της εθνικής αντίστασης και του εμφυλίου. Πάρα πολύ συχνά μπορούμε να καταλάβουμε ότι η αντιπαράθεση σ? αυτές τις περιόδους, στη μεταπολίτευση, πολύ συχνότερα α-φορούσε ενδοκομματικές συγκρούσεις ανάμεσα στα κόμματα αυτά της Αριστεράς και της κεντροαριστεράς, παρά τη σύγκρουση ανάμεσα στα δύο μεγάλα στρατόπεδα αριστερά, δεξιά. Η τρίτη ενότητα θεμάτων που βγαίνει από το βιβλίο, και είναι συνέχεια και αυτού, και αν θέλετε εδώ ερχόμαστε κοντύτερα στην κλασική πολιτική επιστήμη, αν μου επιτρέπετε, να το πω έτσι, είναι τα ερωτήματα που προκύπτουν σε σχέση με τη χρήση του παρελθόντος, για πολιτικούς, για καθαρά πολιτικούς σκοπούς. Αυτό που θα λέ-γαμε η ορθολογική χρήση του παρελθόντος ή το παρελθόν ως εργαλείο μέσα στα πλαίσια του κομματικού ανταγωνισμού. Αυτό είναι ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον θέμα, για μένα τουλάχιστον, ένα θέμα, που πράγματι κι από αυτή την άποψη, επειδή ακούστηκε, άφησε το παράπονό μου ανοιχτό γιατί αυτό ακριβώς είναι φανερό σ? ό,τι αφορά τη μεταπολίτευση. Υποθέτω, ή εν πάσει περιπτώσει έτσι το βιώνω στη μεταπολίτευση πολύ εντονότερα, το παρελθόν απέκτησε το χαρακτήρα του εργαλείου και χρησιμοποιείται με εξαιρετικά συστημα-τικό τρόπο ως μηχανισμός εξυπηρέτησης στρατηγικών κομματικών, και η υπό αυτή την έννοια μας τροφοδοτεί αυτού του είδους η προβληματική, με ένα άλλο ερώτημα και μία άλλη θεματική, τη σχέση ανάμεσα στα κόμματα και την κοινωνία, τη σχέση ανάμεσα στα κόμματα και το εκλογικό σώμα, σ? ό,τι αφορά σ? αυτό που ονομάζουμε πεδίο, πλαίσιο δημόσιας ιστορίας. Και εδώ τα πράγματα γίνονται πάρα πολύ πολύπ-λοκα. Δηλαδή, το πώς θυμάται η κοινωνία, και το πώς θυμούνται τα πολιτικά κόμματα, δεν είναι δύο κόσμοι ξεχωριστοί, «δεν είναι μια κοινωνία αθώα, και τα κόμματα ένοχα», ή πονηρά που θυμούνται πάντα έχοντας εργαλειακούς σκοπούς στη μνήμη τους, αντίθετα, η κοινωνία θυμάται πάντα με αθώο τρόπο. Αντίθετα, πρόκειται για μια δυναμική σχέση, η μνήμη είναι δυναμική, διαμορφώνεται και αναδιαμορφώνεται διαρκώς, μερικές φορές με σκανδαλώδη τρόπο. Με σκανδαλώδη υπονοώ το γεγονός ότι με εξαιρετικά ταχύ τρόπο έχουμε περιόδους υπερμνησίας ιστορικών γεγονότων και ξαφνικής αμνησίας των ίδιων ιστορικών γεγονότων. Το πιο εντυπωσιακό γι? αυτό, επιτρέψτε μου να το πω, είναι αυτό που έγινε γνωστό, το βάζω σε εισαγωγικά «ως βρώμικο ?89», όπου, δηλαδή, η συγκυβέρνηση ΚΚΕ Νέας Δημοκρατίας, Συνασπισμού, ή Ενιαίου Συνασπισμού Νέας Δημοκρατίας, το 1989, ακολούθησε μία περίοδο οξύτατης πόλωσης στη δεκαετία του ?80 ανάμεσα στην αριστερά και τη δεξιά, σ? ό,τι αφορούσε το θέμα το ίδιο της δεκαετίας του ?40, δηλαδή, αναγνώριση της εθνικής αντίστασης, συντάξεις των αντιστασιακών κ.λπ., όμως, με μία ταχύτητα που εξέπληξε ακόμα και τους πιο λεπτολόγους αναλυτές, ισ-τορικούς ή πολιτικούς επιστήμονες, η κοινωνία, ή τμήματά της, τμήματα της αριστεράς και τμήματα της δεξιάς, βρέθηκαν εξαιρετικά έτοιμα «να ξεχάσουν», ή να συμβι-βαστούν πάνω στο πεδίο της μνήμης και να συμβιβαστούν σε ένα πεδίο, που αν, δύο χρόνια πριν, έλεγες στους ίδιους ανθρώπους ότι θα γινόταν αυτός ο συμβιβασμός, θα σου έλεγαν ότι είναι απολύτως αδύνατον να συμβεί. Θαρρώ ότι το δύο χρόνια είναι υπερβολικό, θα μπορούσες να πεις, το θυμόμαστε όλοι, θα μπορούσες να πεις σε αν-θρώπους δύο μήνες πριν για αυτή τη συγκυβέρνηση και για τον ιδεολογικό λόγο που παρήγαγε το 1989, είμαι απόλυτα πεισμένος, ότι μερικούς μόνο μήνες πριν, θα σου λέγανε ότι είναι αδύνατον να παραχθεί ένα τέτοιο φαινόμενο, το οποίο παρένθεση, εδώ έχει σημασία, δεν παρήγαγε μόνο μια πολιτική καθημερινότητα, αλλά παρήγαγε μια πολιτική για τη μνήμη. Μια πολιτική για τη μνήμη, θυμίζω ότι το 1989 ψηφίστηκαν δύο νομοσχέδια. Το ένα αφορούσε την εθνική συμφιλίωση, και το άλλο δεν ήταν νομοσχέδιο, ήταν η κα-ύση των φακέλων, αυτό το περίφημο, διαβόητο, πείτε το όπως θέλετε, γεγονός, το οποίο ουσιαστικά θεσμοθετούσε, με έναν μάλλον βάναυσο τρόπο, τη λήθη για αμιγώς πολιτικώς εργαλειακούς λόγους. Αυτή η προβληματική υπάρχει στο βιβλίο της Ελένης και, κατά τη γνώμη μου, είναι, από τα κομμάτια εκείνα που είναι πάρα πολύ ενδιαφέροντα, και ταυτόχρονα είναι σε σχέση με τις σημερινές μας αγωνίες, και όχι με το βιβλίο φυσικά, ημιτελές, αν θέ-λετε. Από εδώ ανοίγουν μια σειρά άλλες πίστες προβληματισμού. Και κάπως έτσι θέλω να τελειώσω. Όπως όλα τα καλά βιβλία, έτσι και το βιβλίο της Ελένης Πασχαλούδη, αφήνει ανοιχτά ερωτήματα, αφήνει πίστες για παραπέρα συζήτηση και δεν κλείνει οριστικά τα θέματα ή, εν πάσει περιπτώσει, δεν προσποιείται ότι κλείνει οριστικά τα θέματα, αλλά αντίθετα, όπως είναι το ίδιο στημένο, και όπως το ίδιο δι-απραγματεύεται, είναι ένα βιβλίο ανοιχτό για παραπέρα αναλύσεις. Υπό αυτή την έννοια, κλείνοντας, δεν ξέρω αν είναι ένα εγχειρίδιο, αλλά σίγουρα είναι ένα βιβλίο προβληματισμού βασικού για όσους ερευνητές στο μέλλον, νεώτε-ρους ή παλιότερους, θελήσουν να συνεχίσουν να δουλεύουν σε θέματα μνήμης του εμφυλίου πολέμου, μνήμης που στο βιβλίο της Ελένης, έχει όλες αυτές τις διαστάσεις που περιέγραφα πριν, ιδιαίτερα τη σημαντική θεσμική διάσταση, έτσι όπως αποτυπώ-νεται μέσα από τον πολιτικό λόγο των κομμάτων για τη δεκαετία του ?40. Ομιλία Ελένης Πασχαλούδη Νομίζω ότι δεν θα μπορούσε αυτό το βιβλίο να παρουσιαστεί καλύτερα και από πιο κατάλληλους ανθρώπους. Και γι? αυτό θα ήθελα να ευχαριστήσω και τους τρεις για την τιμή που μου έκαναν σήμερα και για τον εξαιρετικό και ενδελεχή τρόπο που παρουσίασαν τη δουλειά μου. Εμένα λοιπόν θα μου επιτρέψετε να φωτίσω μερικές πιο προσωπικές πτυχές της πορείας που οδήγησε σε αυτό το βιβλίο. Το βιβλίο αυτό είναι αποτέλεσμα μιας μακροχρόνιας και επίπονης προσπάθειας η οποία ξεκίνησε το 2003, όταν συνέβησαν δύο πράγματα που άλλαξαν εκ βάθρων την προσωπική μου πορεία και τη συγκρότηση της σκέψης μου. Καταρχήν και κατ? αρχάς ο Γ. Αντωνίου πολύ παλιός και πολύτιμος φίλος με έφερε σε επαφή με τον στο χώρο του Δικτύου Μελέτης Εμφυλίων Πολέμων. Πολύ γρήγορα έγινα οργανικό κομμάτι ενός χώρου όπου κυριαρχούν πλούσιες και έντονες ακαδημαϊκές συζητήσεις. Για μένα τουλάχιστον άνοιγαν καινούργια επιστημονικά πεδία και έννοιες που στον πρώτο κύκλο των σπουδών μου ούτε καν είχα αγγίξει: τοπική ιστορία, προφορική ιστορία, μνήμη, διεπιστημονικότητα. Στο ΔΜΕ γνώρισα τον Νίκο Μαραντζίδη ο οποίος μου έδωσε την ευκαιρία να ξεκινήσω τη διδακτορική μου διατριβή και σε όλο αυτό το διάστημα ήταν πάντοτε παρών όποτε χρειαζόμουν την ενθάρρυνση και τις συμβουλές του. Το κύριο κομμάτι της έρευνας μου έγινε στη Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων, στο πραγματικά εξαιρετικά οργανωμένο αρχείο Τύπου. Όσο καιρό βρισκόμουνα στην Αθήνα είχα την τύχη να παρακολουθήσω το μεταπτυχιακό σεμινάριο του Ηλία Νικολακόπουλου, το οποίο ήταν ακριβώς επικεντρωμένο στην περίοδο που μελετώ. Τόσο το σεμινάριο όσο και οι κατ? ιδίαν συζητήσεις που είχαμε για τη δουλειά μου με βοήθησαν πολύ στην τελική διαμόρφωση του θέματος και στον τρόπο με τον οποίο κατηγοριοποίησα το υλικό μου. Τα ακαδημαϊκά ενδιαφέροντα συχνά, αν όχι πάντα, αφορμώνται από την προσωπική ιστορία και κρύβουν επιθυμίες, βιώματα, προσωπικά κίνητρα. Στη δική μου περίπτωση στην επιλογή του θέματος θα έλεγα ότι με οδήγησε η «οικογενειακή μυθιστορία» και η ανατροφή μου. Καθώς μεγάλωνα, οι αφηγήσεις για την Κατοχή, την Αντίσταση και τον εμφύλιο πόλεμο ήταν παραπάνω από συχνές, καθώς η επίδραση που άσκησαν τα γεγονότα της δεκαετίας του 1940 στη ζωή των γονιών μου ήταν μεγάλη. Κατ? επέκταση και με έναν έμμεσο τρόπο καθόρισαν και τη δική μου ζωή, κυρίως τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμουν στα νεανικά μου χρόνια την πολιτική, την ιστορία και τη διαπλοκή τους. Βέβαια, η κρίσιμη δεκαετία του 1940 δεν επηρέασε μόνο τη ζωή τη δική μου και της οικογένειάς μου, αλλά άφησε βαθειά σημάδια σε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία. Κληροδότησε διαιρέσεις οι οποίες δημιούργησαν πολύ ισχυρές παραταξιακές ταυτότητες. Η Κατοχή, η Αντίσταση και ο Εμφύλιος επιβίωσαν τόσο στη μνήμη της ελληνικής κοινωνίας όσο και στο λόγο των πολιτικών κομμάτων πολλά χρόνια μετά τη λήξη των ένοπλων συγκρούσεων τον Αύγουστο του 1949. Αυτές οι σκέψεις διαμόρφωσαν μια σειρά από ερωτήματα που αφορούσαν τη σχέση του παρόντος με το παρελθόν και αναδείχθηκαν κυρίαρχα στον τρόπο με τον οποίο μελέτησα το υλικό μου. Για ποιους λόγους οι άνθρωποι μιλούν για το παρελθόν ή προσπαθούν να το ξεχάσουν; Γιατί μια παράταξη ή ένα πολιτικό κόμμα στρέφεται στο παρελθόν και το εντάσσει στη ρητορική του; Γιατί δεν αρκούμαστε μόνο στο παρόν αλλά επιχειρούμε να κατακτήσουμε και το παρελθόν, να το περιφρουρήσουμε ή αντίθετα να το διαλύσουμε; Και βέβαια γιατί θεωρούμε ότι ένα ισχυρό και αξιοποιήσιμο παρελθόν μπορεί να εγγυηθεί ένα ισχυρό παρόν και ένα βέβαιο μέλλον; Τα τελευταία χρόνια η έρευνα για τη δεκαετία του 1940 έχει προχωρήσει πολύ, και μια σειρά από ζητήματα που σχετίζονται με την περίοδο έχουν διερευνηθεί εκτενώς. Και μάλιστα έχουν διερευνηθεί και ζητήματα τα οποία για πάρα πολλές δεκαετίες δημιουργούσαν αμηχανία αντιπαραθέσεις στην επιστημονική κοινότητα, αλλά και στο σύνολο της κοινωνίας, όπως ο δωσιλογισμός, το παιδομάζωμα ή παιδοφύλαγμα και η πολιτική προσφυγιά. Εξίσου σημαντικές μελέτες έχουν γραφτεί για τον τρόπο που επηρέασαν οι εμφύλιες συγκρούσεις τη συγκρότηση της ατομικής και της συλλογικής μνήμης. Ωστόσο, αυτό που δεν έχει ερευνηθεί διεξοδικά είναι η προσπάθεια του επίσημου κράτους και των πολιτικών παρατάξεων να συγκροτήσουν αφηγήσεις που αφορούν την επίμαχη δεκαετία για να τις χρησιμοποιήσουν στη συνέχεια στον πολιτικό και επετειακό τους λόγο. Σκοπός του βιβλίου είναι να διερευνήσει ακριβώς αυτή τη διαδικασία. Χαρτογραφεί δηλαδή την προσπάθεια των πολιτικών ελίτ της μετεμφυλιακής Ελλάδας να αφήσουν το δικό τους στίγμα στη συγκρότηση της συλλογικής μνήμης. Γιατί; Γιατί η δυνατότητα επιρροής στον τρόπο με τον οποίο μια κοινωνία ανακαλεί και νοηματοδοτεί το παρελθόν της είναι ένα πολιτικό όπλο ζωτικής σημασίας. Η Δεξιά, το Κέντρο και η Αριστερά μίλησαν για το διαιρετικό παρελθόν και το ρόλο που οι ίδιες διαδραμάτισαν σε αυτό μέσα από τρεις διαφορετικές και ανταγωνιστικές μεταξύ τους αφηγήσεις. Η ανίχνευση και η ανασύνθεση αυτών των αφηγήσεων αναδεικνύει ότι παρά τις τεράστιες διαφορές που έχουν μεταξύ τους συμπίπτουν ως προς τους στόχους που καλούνται να υπηρετήσουν. Προορισμένες να ενταχθούν στην πολιτική ρητορική των παρατάξεων, σχετίζονται αναμφίβολα με την πολιτική τους στρατηγική, με στόχο να καταστήσουν ελκυστικότερες τις παρατάξεις στο εκλογικό σώμα. Εντέλει, η επίκληση του παρελθόντος σχεδόν ποτέ δεν έχει στόχο να υπηρετήσει την ιστορική αλήθεια. Αντίθετα είναι προϊόν της πολιτικής συγκυρίας και καλείται να καλύψει τις ανάγκες του παρόντος και τους σχεδιασμούς του μέλλοντος. Τελειώνοντας, θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τον κ. Πέτρο Παπασαραντόπουλο και τις εκδόσεις Επίκεντρο που ανέλαβαν το δύσκολο έργο της έκδοσης αυτού του βιβλίου, αλλά και το βιβλιοπωλείο Μαλλιάρης Παιδεία που μας παραχώρησε την αίθουσα για να πραγματοποιηθεί η εκδήλωση. Επίσης μια ιδιαίτερη αναφορά αξίζει ο Ν. Βαλασιάδης που έφτιαξε το εξώφυλλο του βιβλίου το οποίο είναι πολύ αντιπροσωπευτικό της δουλειάς μου. Τέλος, δεν θα ήθελα να παραλείψω όλους τους φίλους και συναδέλφους που στάθηκαν δίπλα μέχρι να μπορέσω να παρουσιάσω σήμερα αυτό το βιβλίο. Αισθάνομαι όμως την ανάγκη να αναφέρω το σύντροφό μου Πολυμέρη Βόγλη, με τον οποίο μοιράστηκα όλα αυτά τα χρόνια τις σκέψεις μου και φυσικά όλους εσάς που ήρθατε σήμερα εδώ.

Υλικό από την παρουσίαση