Έγινα αυτός που είμαι

Θανάσης Βακαλιός
Τετάρτη 03-04-2013,
19:15,
βιβλιοπωλείο Μπατσιούλας, Αθήνα

Οι Εκδόσεις Επίκεντρο πραγματοποίησαν εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου: «Έγινα αυτός που είμαι» Του Θανάση Βακαλιού την Τετάρτη 3 Απριλίου 2013, στο βιβλιοπωλείο Μπατσιούλας (Πανόρμου 83, Αθήνα) για το βιβλίο μίλησαν οι:

Ηλίας Νικολακόπουλος, καθηγητής πανεπιστημίου Αθηνών
Τάσος Τρίκκας, δημοσιογράφος
Μίκα Χαρίτου-Φατούρου, ομότιμη καθηγήτρια Ψυχολογίας Α.Π.Θ.,

Τη συζήτηση συντόνισε ο Πέτρος Παπασαραντόπουλος. Σας ευχαριστούμε θερμά για την παρουσία σας. Ακολουθεί η ομιλία της κας Μίκα Χαρίτου – Φατούρου: ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΒΑΚΑΛΙΟΥ ΕΓΙΝΑ ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ ΜΙΑ ΖΩΗ, ΕΝΑΣ ΟΛΟΚΛΗΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ, Εκδόσεις Επίκεντρο ΑΠΟ ΤΗΝ Μ. ΧΑΡΙΤΟΥ ? ΦΑΤΟΥΡΟΥ, Την Τετάρτη 3 Απριλίου 2013 Κυρίες και κύριοι, Τι τίτλος για ένα βιβλίο. Είναι ευρηματικός !! « Έγινα αυτός που είμαι» – Υπονοεί: «Φαίνεται σήμερα αυτός που ετοιμάστηκε σε όλη του τη ζωή». Θέλει να πει ότι δεν μπορούσε να γίνει άλλος από αυτό που έγινε μέσα από τη ζωή τις καταστάσεις που έζησε, τα πρόσωπα που γνώρισε με τα οποία αγωνίστηκε για τον ίδιο σκοπό, Στο βιβλίο ο Βακαλιός εξιστορεί ιστορία του με έμπνευση και εφευρετικότητα ? περιγράφει και ερμηνεύει καταστάσεις, συμπεριφορές και στάσεις προσώπων, κυρίως τις δικές του. Στο πρώτο μέρος του βιβλίου με τον τίτλο Παιδική και εφηβική ηλικία. Τα πρώτα μαθήματα της ζωής, γράφει: «Η μητέρα, όταν μιλούσε σε τρίτους για την αξιοσύνη μου, έλεγε: Ο Σάκης δουλεύει από τα τέσσερα του χρόνια. Και εξιστορούσε τη δουλειά μου στη φυτεία, αλλά και στη συγκομιδή του καπνού, πολύ δε περισσότερο στο «μπουρμπούλιασμα» – βελόνιασμα και στο «παστάλιασμα». «Δεν ξέρω- γράφει- αν η Μαμά ήξερε ότι πίσω από αυτή τη φράση κρύβονταν τρεις παράμετροι που επηρέασαν καθοριστικά τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς μου, αλλά και τη σταδιοδρομία μου στη ζωή ήταν: α) η πρόωρη, αλλά, μαζί φυσιολογική, για κείνες τις συνθήκες, κοινωνικοποίησή μου, β) η δυνατότητά μου να αναδείξω και να αναπτύξω ικανότητες που έχουν να κάνουν με τη συνεργασία με τους μεγάλους για έναν κοινό σκοπό, που τον εισέπραττα και ως καθήκον, γ) την ανάπτυξη της αυτοπεποίθησής ότι μπορώ να κάνω ό, τι κάνουν οι μεγάλοι, πράγμα που το εισέπραττα και από τη στάση των μεγάλων απέναντί μου, που με αντιμετώπιζαν ως ισότιμο μέλος της «παρέας» και επιπλέον με παίνευαν για τις επιδόσεις μου. Η μητέρα μου «βάζοντας» εμένα το μικρό Σάκη, και τα άλλα αδέλφια μου, να δουλέψουν δεν εξέφραζε κάποια πάγια άποψη για τον τρόπο ζωής του παιδιού. Η ανάγκη για την επιβίωση της οικογένειας ήταν στη βάση της στάσης της απέναντι στα παιδιά της. Αυτή η ανάγκη δικαιολογούσε και μαζί δικαίωνε ηθικά αυτή την άποψη και στάση.» Η οικογένεια έζησε καλές μέρες μόνο την περίοδο 1927 ? 1929 όταν τα καπνά είχαν πουληθεί σε πολύ καλή τιμή. Σε όλα τα υπόλοιπα χρόνια ζούσε σε συνθήκες ένδειας. Οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης (1929 ? 1932) στην οικογένεια ήταν καταλυτικές. Η ανάγκη να μπω στη δουλειά από μικρός ήταν κάτι το αναπότρεπτο. Γι? αυτό λέω ότι η Μαμά είχε κάνει την ανάγκη, φιλοτιμία. Η Μαρία Βακαλιού, η μητέρα του, είχε κάνει έξι παιδιά, τα πέντε ήταν αγόρια. «Τελικά» επέζησαν τρία. Τα άλλα τρία πέθαναν από αρρώστιες, η γιατρειά των οποίων απαιτούσε λεφτά που δεν είχαν? Ο Δημήτρης Βακαλιός ένας λεβεντάντρας δουλευταράς πέρα από τη δουλειά του γεωργού αναλάμβανε και άλλες δουλειές, δεν ήθελε να συμβιβαστεί με τη φτώχεια. Είχαν κάνει μαζί με τη Μαρία, τη γυναίκα του όνειρα για μια άλλη ζωή. Διάβαζαν τα περιοδικά της εποχής? Το 1930, με τη συγκατάβαση της Μαρίας, φεύγει από το χωριό. Πιστεύει στις δυνάμεις του και στην εργατικότητά του. Γνωρίζει καλά τη δουλειά του μαραγκού και του κτίστη. Είναι έτοιμος να κάνει την οποιαδήποτε δουλειά. Υπόσχεται να επιστρέψει γρήγορα με ένα καλό κομπόδεμα. Γύρισε όλη την Ελλάδα, ψάχνοντας για δουλειά. Γνωρίζει πολύ κόσμο, όμως γνωρίζει από πρώτο χέρι και την εκμετάλλευση. Στην Αθήνα συναντιέται με εργάτες κομμουνιστές. Γίνεται μέλος του κόμματος. Ήταν πλέον δυο χρόνια μακριά από την οικογένειά του όταν «τελικά» αποφάσισε να επιστρέψει στο χωριό, κοντά στην οικογένειά του. Τη Μαμά, τη θεωρούσε ως τον άνθρωπο χωρίς τον οποίο δε μπορούσε να έχει νόημα η ζωή του ? μαζί βέβαια με την αφοσίωσή του στο κόμμα. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η Μαρία, η Μαμά και το κόμμα ήταν οι δύο μεγάλες αγάπες του, μαζί με την εργασία του μαραγκού. Δεν άργησε ο κομματικός γραμματέας της νομαρχιακής επιτροπής του κόμματος να του αναθέσει το καθήκον δημιουργίας ενός κομματικού πυρήνα στην αρχή και στη συνέχεια μιας κομματικής οργάνωσης βάσης. Στις εκλογές του 1936 στη Δοβίστα υπήρχε μια κομματική οργάνωση με ένα σεβαστό αριθμό μελών του κόμματος. Εκλογές του 1936, στο χωριό μιλά ο εκπρόσωπος του ΚΚΕ. Τον παρουσίασε ο μπαμπάς. Η Μαρία μένει πάλι μόνη με τα παιδιά «4 Αυγούστου 1936. Δικτατορία του Μεταξά. Ο Δημήτρης μαζί με άλλους κομμουνιστές του χωριού συλλαμβάνεται και στέλνεται εξορία. Η Μαμά μένει πάλι μόνη με τα παιδιά, τα οποία και πάλι πρέπει να δουλέψουν σκληρά, αλλά και να διαπρέψουν στο σχολείο. Αυτό είναι τώρα και ένα χρέος απέναντι στον πατέρα που αγωνίζεται για μια καλύτερη κοινωνία για όλα τα παιδιά του κόσμου. Εγώ παίρνω μέρος σε όλες τις δουλειές που έχουν σχέση με τον καπνό. Στη φυτεία, στη συγκομιδή, στο βελόνιασμα, στο παστάλιασμα. Η φυτεία του καπνού. Δούλευε πάντα με σβελτάδα- όση σβελτάδα μπορεί να έχει ένα παιδί, χρησιμοποιώντας τις δυνάμεις του στο έπακρο, με κίνητρο πάντα την άμιλλα να είναι πρώτος. Αυτό συνέβαινε μολονότι η τροφή ήταν συνήθως ιδιαίτερα φτωχή ? ψωμί τριμμένο μέσα σε νερωμένο γιαούρτι.. Η δουλειά κρατούσε ως αργά το απόγευμα, έτσι που συνέβαινε συχνά να μας πιάσει το σούρουπο στο δρόμο για το σπίτι. Συγκομιδή του καπνού. Η συμμετοχή σ? αυτή τη δουλειά απαιτούσε τη σωματική διαμόρφωση του ατόμου, μαζί και των χεριών του για να μπορεί με σχετική άνεση να «σπάει» τα φύλλα του καπνού. Το ξύπνημα αυτή την ώρα ήταν μια επώδυνη διαδικασία όχι μόνον για μένα αλλά και για τη Μαμά. Συνέβαινε λοιπόν κάθε πρωί η εξής διαδικασία: Ένα απαλό χάδι της Μαμάς στο πρόσωπο συνοδευόμενο από τη σχεδόν ψιθυριστή παρακλητική «προσταγή»: «Σάκη ξύπνα!» Καμία ανταπόκριση. Η Μαμά περνά στη δεύτερη «πράξη» του «σκηνικού». Τώρα με σκουντά και μου λέει κάπως φωναχτά: «Σάκη ξύπνα!». Εγώ γυρίζω από την άλλη μεριά αλλά φαίνεται να ετοιμάζομαι να ανταποκριθώ στο κάλεσμα. Λέω ένα αχνό «καλά», αλλά μαζί την παρακαλώ να με αφήσει ακόμα μερικά λεπτά να κοιμηθώ: «Μαμά νυστάζω πολύ». Μια φυσιολογική παράβαση του «καθήκοντος» για τα παιδιά Όμως, όσο κι αν το κίνητρο της άμιλλας στη δουλειά μπορούσε να αντισταθμίσει το αφύσικο για ένα παιδί έξι ή και οκτώ ή και δέκα και 12 χρονών να εργάζεται σκληρά και μάλιστα με τους όρους ενός ενήλικα, το κίνητρο για το παιχνίδι που είναι στη φύση της παιδικής ηλικίας δεν ήταν δυνατό να αδρανοποιηθεί, από το χρέος που αισθανόμασταν εγώ και ο Τσέλιος, ο μεγαλύτερος κατά δυο χρόνια αδελφός μου, για τη δουλειά. Υπήρχαν περιπτώσεις που το κίνητρο (και η ανάγκη) για παιχνίδι μπορούσε να υπερκεράσει το χρέος για δουλειά που είχε να κάνει με το χρέος απέναντι στην οικογενειακή συλλογικότητα. Η συλλογικότητα, η αλληλεγγύη και το χρέος για τη δουλειά «Η συλλογικότητα, η αλληλεγγύη και το χρέος για τη δουλειά (που είχε εξελιχθεί αργότερα ως εσωτερική ανάγκη ή και ως συνήθεια) σε μια ενιαία αλληλοσχέση αυτών των κινήτρων στη συνείδησή μου, μαζί με το κίνητρο της άμιλλας με σκοπό την πρωτοκαθεδρία έναντι άλλων παιδιών της ηλικίας μου ή και μεγαλύτερων από μένα ήταν τα στοιχεία τα οποία θα με συνόδευαν στη σταδιοδρομία της ζωής μου, με το ανάλογο περιεχόμενο και την ανάλογη λειτουργία τους σε διάφορες καταστάσεις τις οποίες επρόκειτο να αντιμετωπίσω. Όλα αυτά συνοδεύτηκαν και με την εκτίμηση απέναντι στον εργαζόμενο, και απέναντι στόν φτωχό που πασχίζει να κρατήσει την ακεραιτότητα του ως αυτόνομο πρόσωπο, ανεξάρτητα από το επίπεδο της σχολικής του μόρφωσης, αν και αυτή ήταν στο κέντρο των επιδιώξεών μου. Το επιδίωκα, και το πετύχαινα. Αρίστευα στο δημοτικό σχολείο, στις διάφορες σχολές και μορφωτικούς ομίλους, αλλά και στο πανεπιστήμιο. Ήθελα πάντα να είμαι ανάμεσα στους πρώτους, στους άριστους, όχι για την αριστεία καθαυτή, αλλά γιατί πίστευα ότι η γνώση, η παραγωγή γνώσης είναι η σημαντικότερη προϋπόθεση για την προσφορά μου στην υπόθεση της συλλογικότητας. Η συμμετοχή στη δουλειά με άλλους, όλων των ηλικιών, κυρίως στο παστάλιασμα του καπνού, αλλά και η συναναστροφή του με γέρους στους οποίους διάβαζε τις εφημερίδες, γράφει, επέτρεψαν σε μένα τον έφηβο να μορφώσω σαφή βιωματική εικόνα για τα προβλήματα των ανθρώπων, αλλά και για την παραδοξότητα της ψυχολογίας του λεγόμενου απλού ανθρώπου, που διεκτραγωδεί και συγχρόνως διακωμωδεί τη δυστυχία του, ενώ με το καλαμπούρι και με το τραγούδι ψυχολογικά ή και ηθικά υπερβαίνει τη θλίψη του και ανανεώνει την ελπίδα του για έναν καλύτερο κόσμο και μια καλύτερη ζωή. Αυτή ήταν η πρώτη φάση ενός σχολείου της ζωής στην οποία έμαθα, γράφει, κάτι ιδιαίτερα σημαντικό για τη διαμόρφωση της ταυτότητας μου. Έμαθα να εκτιμώ τον εργαζόμενο άνθρωπο και την εργασία, την όποια εργασία η οποία είναι απαραίτητη και αναπόφευκτη για πραγματικά και λογικά ή και για ηθικά χρήσιμο σκοπό. Έτσι, χωρίς το αίσθημα της κατωτερότητας, όντας φοιτητής, παντρεμένος και με ένα παιδί ενός έτους, κάτοικος της οδού Βάτσι (μια οδός φημισμένη για τα καταστήματα μόδας) στο κέντρο της Βουδαπέστης με σκοπό να εξασφαλίσει τα καύσιμα του χειμώνα κουβάλησε στην πλάτη από απόσταση τριακοσίων μέτρων έναν τόνο κάρβουνο? Και δεν υπήρχε περίπτωση κάποιος από τη γειτονιά να είχε σχολιάσει υποτιμητικά ή ειρωνικά τη μετατροπή του φοιτητή σε χαμάλη! Το ίδιο αντιμετώπισε ως κάτι το φυσιολογικό, αλλά και ηθικά τιμητικό, το να δουλεύει για τρεις μήνες (το 1955) νυχτερινή βάρδια σε μια επιχείρηση (χωρίς να έχει λείψει ούτε μια ώρα από τα μαθήματα). ?Εξάλλου με την ίδια φυσικότητα ?γράφει- κουβαλούσα και κάσες με βάζα τουρσί, μαζί με το φίλο μου Αντώνη, πρώην αντάρτης και αυτός του Δημοκρατικού Στρατού και τότε φοιτητής, για άλλες ανάγκες της οικογένειας, στο βαθμό που η υποτροφία που μας έδινε το ουγγρικό κράτος δεν έφτανε. Και βέβαια δεν είχαμε κανένα παράπονο από το ουγγρικό κράτος, χωρίς την πρόνοια του οποίου θα ήταν αδύνατες οι σπουδές της γυναίκας μου και οι δικές μου. Και δεν ήταν επίσης υποτιμητικό, όντας καθηγητής πανεπιστημίου, να δουλέψω για 4 μήνες ως διερμηνέας ενός Ούγγρου τεχνικού που για λογαριασμό ουγγρικής επιχείρησης διαφήμιζε στην πράξη τους καλαμποσυλλέκτες της στην Ελλάδα, περιφερόμενος μαζί με τον Ούγγρο και τις μηχανές του από χωριό σε χωριό και από χωράφι σε χωράφι στην περιοχή της Βόρειας Ελλάδας και της Θράκης. Αυτό έγινε το 1982 όταν για λόγους που δεν χρειάζεται να αναφέρω εδώ είχα παραιτηθεί από διευθυντής του Κέντρου Μαρξιστικών Σπουδών. Όλα αυτά έγιναν με φυσιολογικό τρόπο γιατί έπρεπε να γίνουν. Σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του εσωτερικού μου κόσμου και της προσωπικότητας μου έπαιξαν οι εμπειρίες και τα βιώματα από τη ζωή στην κατοχή και από την αντιστασιακή δράση των ανθρώπων στο χωριό μου ? στην οποία πήρα ενεργό μέρος. ?Από τα χωριά του κάμπου ξεχώριζε ο Νέος Σκοπός. Εκτός, από μερικές περιπτώσεις το χωριό αυτό αποτελούνταν από πρόσφυγες της Ανατολικής Θράκης που εκδιώχθηκαν από τους Τούρκους ή που, υπό εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες, επέλεξαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους. Στους ανθρώπους αυτούς ήταν διάχυτο το πνεύμα της αλληλεγγύης, της συμπαράστασης, το οποίο τότε εκδηλώνονταν σε ατομική βάση. Ακόμη δεν είχε πάρει συλλογική έκφραση. Συλλογική ήταν η διάθεση για βοήθεια, όμως δεν υπήρχε το τυπικό ή το άτυπο οργανωτικό πλαίσιο για τη συλλογική έκφραση του. Αποκτά οργανωμένη συλλογική έκφραση, μετά το 1943, με την ανάπτυξη του εαμικού αντιστασιακού κινήματος στην περιοχή. Αντιμέτωποι με το φάσμα της πείνας Στη βουλγαρική κατοχή η οικογένεια του Δημήτρη Βακαλιού βρέθηκε και αυτή αντιμέτωπη με το φάσμα της πείνας. Το ερώτημα ήταν πως θα την παλέψει. Οι γονείς σε μια υπερβολή της ηθικότητας, απέρριπταν κάθε σκέψη για διακονία, ή και ελεημοσύνη μολονότι στις συνθήκες εκείνες αυτό δεν ήταν ηθικό πρόβλημα, ήταν πρόβλημα επιβίωσης. ..Ωστόσο η ηθικότητα, η ηθική προσβολή του πεινασμένου μπορεί να υπερκεράσει την ανάγκη βιολογικής επιβίωσης. Αυτό μπορεί να συμβεί και όταν το άτομο εισπράττει τον οίκτο ως ηθική προσβολή. «Ο Δημήτρης Βακαλιός, ο πατέρας μας δεν δέχονταν να τον οικτίρει κανείς. Από θέση αρχής δεν υποκλίνονταν μπροστά σε κανέναν και σε καμία κατάσταση. Το «μάθημα» της υπεύθυνης δήλωσης στη δικτατορία του Μεταξά το εισέπραξε ως ταπείνωση, αν και αυτό το έκανε ύστερα από γράμμα του αδερφού του ότι η γυναίκα του και η οικογένεια του βρίσκονται σε άθλια κατάσταση. Ορκίστηκε να μην το επαναλάβει κάτω από οποιεσδήποτε καταστάσεις με την όποια ήπια μορφή του. Ορκίστηκε να μείνει ηθικά όρθιος όπως εκείνος αντιλαμβανόταν την ηθική. Σ? αυτό είχε σύμμαχο τη Μαμά, τη γυναίκα του. Κάλεσαν λοιπόν οι δυο τους οικογενειακό συμβούλιο και έθεσαν το ερώτημα μπροστά σε εμάς τα παιδιά τους, αν δεχόμαστε ως αναγκαία πράξη για την επιβίωση μας, για την επιβίωση της οικογένειας κάποια μορφή διακονίας. Στο οικογενειακό συμβούλιο είχε κληθεί και ο Αλέκος, αν και αυτός ήταν έξι χρονών. Το ερώτημα βέβαια απευθυνόταν στον Τσέλιο δεκατεσσάρων χρονών και σε μένα δώδεκα χρονών. Τα δύο αδέρφια απάντησαν αρνητικά. Θυμάται την ηθική ευφορία που σχηματίστηκε στα πρόσωπα του μπαμπά και της Μαμάς? Το πρωί της άλλης μέρας πατέρας και τα δύο παιδιά ξεκινήσαμε για το βουνό να κόψουμε ξύλα. Αυτό θα ήταν το πρώτο σκέλος της «επιχείρησης». ..Αυτή η διαδρομή τριών ωρών με το γαϊδούρι ήταν για τον μπαμπά «παιχνίδι». Ο μπαμπάς ήταν πολύ δυνατός στο περπάτημα. Μάλιστα περπατούσε τόσο γρήγορα ? αυτός ήταν ο κανονικός ρυθμός του ? που εμείς τρέχαμε από πίσω. Έτσι, που έπρεπε κάθε λίγο να σταματά και να μας περιμένει να τον φτάσουμε. .. ?Ο μπαμπάς φορτώθηκε ένα φορτίο περίπου 30 κιλών – οκτώ χοντρά δοκάρια, ο Τσέλιος τρία κι εγώ δυο δοκάρια. Θυμάμαι ότι ύστερα από μια ώρα περπάτημα με τα ξύλα στην πλάτη είχα κουραστεί και είπα στον πατέρα να ξεκουραστούμε. Αντί για αυτό ο πατέρας με απάλλαξε από το φορτίο μου και ύστερα από ένα τέταρτο της ώρας μου το έδωσε πίσω. Έπρεπε το δωδεκάχρονο αγόρι να συνηθίσει σε αυτή τη σκληρή δουλειά. Το περίμενε ανάλογη και βαρύτερη δοκιμασία. Στο σπίτι ο Δημήτρης έφτιαχνε από αυτά τα ξύλα στειλιάρια για πούλημα. ?Δίνουμε στειλιάρη και παίρνουμε τρόφιμα: αλεύρι, ψωμί, όσπρια ή ακόμη και λαρδί. Στα γειτονικά καπνοχώρια, τα λεγόμενα νταρτακοχώρια, δεν μπορούσε να πουληθεί αυτό το «προϊόν»..Επιλέχτηκε το «κατοχώρι» Νέος Σκοπός. ?Η επιλογή του Νέου Σκοπού έγινε και επειδή ο Δημήτρης γνώριζε εκεί το Βαγγέλη από την περίοδο που ήταν γραμματέας της κομμουνιστικής οργάνωσης του χωριού και είχε επαφές με κομμουνιστές άλλων χωριών. Με τη βοήθεια του Βαγγέλη σε μισή ώρα είχαμε πουλήσει όλα τα στειλιάρια?. Τα δύο αδέρφια σε ένα κλίμα ευφορίας με ένα βάρος 10 κιλών μοιρασμένο στους δύο τορβάδες πήραμε το δρόμο για το γυρισμό, τραγουδώντας τραγούδια που συνήθιζε να τραγουδά ο μπαμπάς με τους γλεντζέδες φίλους του. ?Όταν φτάσαμε σπίτι ήταν η ώρα πέντε το απόγευμα. Δεν μας είχε πιάσει η απαγόρευση των βουλγαρικών αρχών για την είσοδο στο χωριό μετά τις έξι η ώρα το απόγευμα. Όταν η Μαμά είδε να βγάζουμε τη «σοδειά» από τους τορβάδες φωτίστηκε το πρόσωπο της από ένα αίσθημα χαράς αφού υπήρχε ένα απόθεμα τροφής τουλάχιστον για μια βδομάδα. ?Την άλλη μέρα το πρωί ξεκινήσαμε οι τρεις για το βουνό. Ακολούθησε η προηγούμενη διαδικασία. Για τις επόμενες τρεις μέρες δεν είχαμε κάνει δεύτερη κάθοδο στα χωριά του κάμπου. Εξάλλου, χρειαζόταν αρκετές ημέρες για να ξεραθούν τα ξύλα από τα οποία ο μπαμπάς έκανε τα στειλιάρια. ?Αυτοί οι τρεις μήνες (Φλεβάρης, Μάρτης, Απρίλης) ήταν εξαντλητικοί. Ξεκινούσαμε το πρωί κατά τις οκτώ, η μαμά μας άφηνε να κοιμηθούμε αρκετά για να μπορέσουμε να αντέξουμε την εξαντλητική πεζοπορία όλη τη μέρα? Φαινόταν ότι είχε εξαντληθεί η «αγορά». Κανένας δεν ήθελε να αγοράσει στειλιάρια. ?Ψάχνοντας για άλλη «πηγή εσόδων» ο Τσέλιος ανακάλυψε ότι στο χωριό Χρυσός άλλα παιδιά και μεγάλοι πουλούσαν πουρνάρια. Πρότεινε λοιπόν να κάνουμε και αυτή τη δουλειά. Τη στιγμή που γινόταν η συναλλαγή μια γειτόνισσα πρότεινε να το πάρει για τρία κιλά φασόλια. Μισό κιλό φασόλια περισσότερα για την οικογένεια που πεινούσε ήταν ένα σεβαστό μέγεθος. Συμφώνησε και αντάλλαξε το φορτίο με τρία κιλά φασόλια. Όμως όταν έφτασε στο σπίτι η Μαμά διαπίστωσε ότι τα φασόλια ήταν χαλασμένα και δεν τρώγονταν. Αυτό ήταν ένα ακόμη ηθικό πλήγμα για την απανθρωπιά των ανθρώπων» ΕΠΙΛΟΓΟΣ Γράφει ο Μιχάλης Μυγιάκης. Φιλόλογος. Πρώην Δήμαρχος της Ιεράπετρας στην εφημερίδα ΙΕΡΑΠΕΤΡΑ 21-ος αιώνας14 Φεβρουαρίου 2013 : Το βιβλίο του Θανάση Βακαλιού έχει αυτοβιογραφικό χαρακτήρα, όμως, η ζωή του συγγραφέα, τα πρόσωπα και οι καταστάσεις που την ακολουθούν και ο τρόπος που ερμηνεύει τα γεγονότα προσδίδει στο βιβλίο χαρακτήρα μελέτης πάνω στον άνθρωπο. Ειδικότερα πάνω στον άνθρωπο για τον οποίο η ηθική του ταυτότητα είναι σημαντικότερη από την ίδια την ύπαρξή του. Το βιβλίο συνιστά μορφωτικό αγαθό. ?λλωστε ο ίδιος ο Βακαλιός λέει, «Σκέπτομαι επειδή υπάρχω, με αμετάκλητο το σκοπό της ζωής μου την συμβολή μου στον αγώνα για την ελεύθερη και δημιουργική καταξίωση του ανθρώπου» Θα συμφωνήσω με τον κ. Μυγιάκη όταν λέει ότι το βιβλίο του Θανάση Βακαλιού διδάσκει καλύτερα από τα σχολικά βιβλία. επειδή δεν προτίθεται να διδάξει. Αποτελεί μιαν αναπαράσταση του πραγματικού, όπως αυτό μας δίνεται μέσα από τη μνήμη ενισχυμένη με βιβλιογραφικές αναφορές εκεί όπου αυτό κρίνεται απαραίτητο. Οι αλήθειες του βιβλίου αναδεικνύονται μέσα από τα γεγονότα. Στις αφηγήσεις του Βακαλιού δεν υπάρχει ίχνος συναισθηματισμού. Η ίδια η αφήγηση συγκινεί, διδάσκει, συγκλονίζει και συναρπάζει. Αξίζει τον κόπο , μια και χίλιες φορές, να το διαβάσουμε ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΑΣ. ΜΙΚΑ ΧΑΡΙΤΟΥ-ΦΑΤΟΥΡΟΥ

Υλικό από την παρουσίαση