ΑΛΛΑΖΕΙ Η ΕΛΛΑΔΑ;

Δημήτρης Σκάλκος
Πέμπτη 02-06-2016,
19:00,
Free Thinking Zone

Οι εκδόσεις Επίκεντρο πραγματοποίησαν εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου του Δημήτρη Σκάλκου: Αλλάζει η Ελλάδα; Η πολιτική οικονομία των μεταρρυθμίσεων. την Πέμπτη 02 Ιουνίου 2016, στο Free Thinking Zone. Μίλησαν οι:

Πάσχος Μανδραβέλης, δημοσιογράφος
Γιώργος Σιακαντάρης, δρ Κοινωνιολογίας, συγγραφέας,
Αριστείδης Χατζής, αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου & Θεωρίας Θεσμών, ΕΚΠΑ

και ο συγγραφέας. Τη συζήτηση συντόνισε ο Πέτρος Παπασαραντόπουλος. Ακολουθεί αναδημοσίευση της παρουσίασης από την ιστοσελίδα της Bookia: Ο εκδότης κος Πέτρος Παπασαραντόπουλος καλωσόρισε του παρευρισκόμενους στην παρουσίαση του βιβλίου του Δημήτρη Σκάλκου, «Αλλάζει η Ελλάδα;», «Με ερωτηματικό!», όπως σημείωσε, τονίζοντας την πρόθεση του συγγραφέα να ερευνήσει τα στοιχεία και τα φαινόμενα εκείνα που επιβεβαιώνουν ή διαψεύδουν το ερώτημα. Ευχαρίστησε ιδιαίτερα την Αρετή Γεωργίλη και το Free Thinking Zone για τη φιλοξενία και εξέφρασε τη συμπαράστασή του στις επιθέσεις που δέχεται και δέχθηκε τελευταία για τις πρωτοβουλίες της. «Δείγμα των καιρών και αυτό», σχολίασε. Ο ίδιος, με μονολεκτική απάντηση στην ερώτηση του τίτλου του βιβλίου, θα απαντούσε «Όχι!», φέρνοντας ως παράδειγμα την αλληλουχία αποτυχημένων προσπαθειών για μεταρρυθμίσεις στη χώρα, «Ένα είδος χρονικού προαναγγελθέντος θανάτου», όπως είπε και διάβασε απόσπασμα από το βιβλίο για να στηρίξει την απαισιόδοξη άποψή του και όπως έγραψε και ο συγγραφέας, «Η χώρα δεν κατάφερε να διαβεί την κοιλάδα των δακρύων της». Μετέφερε στους εισηγητές την ελπίδα για απαντήσεις στα ερωτήματα του ιδίου αλλά και του συγγραφέα μέσω του βιβλίου του, σημειώνοντας ως κύριο πρόβλημα της χώρας τη «Θεσμική της αποτυχία, την αδυναμία της να μεταρρυθμιστεί, να αποκτήσει θεσμούς συμπεριληπτικούς και όχι τέτοιους που αποτρέπουν τη συμμετοχή των πολιτών» και έδωσε το λόγο στον κο Μανδραβέλη. Ο δημοσιογράφος κος Πάσχος Μανδραβέλης ευχαρίστησε για την πρόσκληση και αναφέρθηκε στην 4μηνιαία έκθεση του ΟΟΣΑ για την πρόοδο της ελληνικής οικονομίας, σημειώνοντας κάτι που «μοιάζει παράλογο», όπως είπε, «Οι αποδοχές των εργαζομένων πέφτουν τα τελευταία χρόνια αλλά το κόστος εργασίας αυξάνεται». Δεν το θεώρησε όμως παράλογο διότι, όπως είπε, σε μία οικονομία δεν μετράει τόσο το κόστος των εργαζομένων ή τα κέρδη των επιχειρήσεων αλλά η αναλογία του παραγόμενου προϊόντος με τις αποδοχές ή τα κέρδη, «Η αποκαλούμενη παραγωγικότητα». Σημείωσε την ιστορικές αρνητικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας σε αυτόν τον τομέα διότι, «Το ελληνικό πολιτικό σύστημα προτίμησε τη στασιμότητα που φέρνει τη φτώχεια έναντι των μεταρρυθμίσεων που βοηθούν την παραγωγή πλούτου, προτίμησε τα φέουδα των κλειστών αγορών έναντι του ανταγωνισμού που βελτιώνει τα προϊόντα και ρίχνει τις τιμές», είπε αλλά ταυτόχρονα ανέφερε στοιχεία από το βιβλίο του Δημήτρη Σκάλκου, δηλώσεις οικονομολόγων και στοιχεία της ίδιας έκθεσης του ΟΟΣΑ που δείχνουν τις καλές επιδόσεις των μεταρρυθμίσεων των τελευταίων ετών, σε αριθμούς! «Τι έχουν λοιπόν οι μεταρρυθμίσεις και ψοφάνε;», αναρωτήθηκε παραφράζοντας τη γνωστή λαϊκή ρήση. «Γιατί η Ελλάδα, παρόλα αυτά, παρουσιάζει το χαμηλότερο δείκτη εφαρμογής του μνημονίου;», αναρωτήθηκε και σχολίασε εντυπωσιασμένος τα πολλά κοινά σημεία της έκθεσης του ΟΟΣΑ με το βιβλίο του κου Σκάλκου, το οποίο όμως δημοσιεύτηκε πολύ νωρίτερα από την έκθεση. Για να απαντήσει στο ερώτημα παρέθεσε στοιχεία από την έκθεση και το βιβλίο με κοινό παρανομαστή την κυριαρχία των ολιγοπωλίων στη χώρα, στους τομείς της διατροφής, των καυσίμων, των τραπεζών… Κατέθεσε την άγνοιά του για το τι συμβαίνει σήμερα, και την αμφιβολία του αν το γνωρίζει κανείς, με το δημόσιο διάλογο να επικεντρώνεται στις αντιδράσεις των συνδικάτων, «Καλά κάνουν αλλά δυστυχώς εκεί τελειώνει», είπε και χρησιμοποίησε την έκφραση «Σκοτεινή πλευρά της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας στην οποία πρέπει κάποτε να ρίξουμε φως», σημειώνοντας ότι εκτός από τους εργαζομένους που αντιδρούν στις μεταρρυθμίσεις, το ίδιο αρνητική είναι και μερίδα επιχειρηματιών, «ιδιαίτερα όσων έχουν δεσπόζουσα θέση στην αγορά», διότι η δημιουργία ανταγωνισμού στη χώρα «θα ξεβολέψει κάποιους». «Έως το 2010 όλες οι αξιολογήσεις της ελληνικής οικονομίας ήταν θετικές», είπε ο κος Μανδραβέλης και αναφέρθηκε στην αλλαγή αυτού του σκηνικού από το 2011. «Τι είχε γίνει το 2011;», αναρωτήθηκε και απάντησε αναφέροντας το μεγάλο γεγονός εκείνου του διαστήματος, το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων μεγέθους 50 δις, και την έντονα αρνητική στάση σε αυτό, των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, ιδιαίτερα του MEGA Chanell, «Το κανάλι των 4ων μεγαλύτερων επιχειρηματιών της χώρας, ήταν κατά των αποκρατικοποιήσεων», σημείωσε χαρακτηριστικά και συμπλήρωσε, «Αυτό κάπως πρέπει να το εξηγήσουμε». «Το βιβλίο είναι μία μικρή εγκυκλοπαίδεια των θεωριών μεταρρυθμίσεων και των προβλημάτων υλοποίησής τους», είπε για το βιβλίο και σχολίασε την αβεβαιότητα η οποία όταν υπάρχει μπορεί να τις αποτρέψει ακόμα και όταν κρίνονται ως απαραίτητες για τη βελτίωση της πλειοψηφίας. Διάβασε δε, αποσπάσματα από το βιβλίο που αναδεικνύουν τη σημασία αυτής της αβεβαιότητας, «Σε κοινωνίες χαμηλής εμπιστοσύνης όπως η ελληνική, οι πολίτες επιθυμούν την κρατική παρέμβαση ακόμα και όταν η κυβέρνηση είναι αποτελεσματική ή/και διεφθαρμένη». Ως ένα βασικό πρόβλημα του καπιταλισμού διαπίστωσε την ταχύτητα των αλλαγών τις οποίες δεν μπορούν να παρακολουθήσουν και να κατανοήσουν οι κοινωνίες, «Πόσο δε μάλλον να τις αγκαλιάσουν», είπε και έκανε μία σύγκριση με τον προηγούμενο αιώνα όπου οι άνθρωποι, αντίθετα, «έβλεπαν τις αλλαγές και ήθελαν περισσότερες». Ως πλεονέκτημα του καπιταλισμού διαπίστωσε την ικανότητά του να επιτρέπει και να επιβραβεύει την καινοτομία και την αλλαγή προς το παραγωγικότερο, κάτι που επιταχύνθηκε πάρα πολύ με την τεχνολογία προκαλώντας όμως το φόβο της προόδου στις μάζες της Δύσης. «Αυτή η διαρκής επιτάχυνση μπορεί να συναντήσει κοινωνικούς φραγμούς σαν αυτούς που βλέπουμε στη Γαλλία. Η οπισθοχώρηση σε εθνικισμούς και άλλες ανάλογες αντιδράσεις μπορεί να οφείλεται σε έναν κόσμο που στροβιλίζεται όλο και πιο γρήγορα, με αποτέλεσμα τα άτομα να στρέφονται στην προσωπική ασφάλεια ενός πλασματικού παρελθόντος που όλοι ξέρουμε ότι δεν μπορεί να αναστηθεί», είπε ο κος Μανδραβέλης κλείνοντας την ομιλία του για το βιβλίο. Ο κος Γιώργος Σιακαντάρης ευχαρίστησε με τη σειρά του για την ευκαιρία να μιλήσει για το βιβλίο και αναφέρθηκε «σε δύο ανθρώπους που, ανεξάρτητα από το εάν αλλάζει η Ελλάδα, αποδεικνύουν ότι υπάρχουν μεταρρυθμιστές», τον Γιάννη Τσαμουργκέλη και τη Μαρία Ταγελάρου. «Όλοι εμφανίζονται ως μεταρρυθμιστές», είπε αναφερόμενος στο πολιτικό προσωπικό της χώρας και για αυτό το λόγο θεωρεί το βιβλίο του Δημήτρη Σκάλκου διπλά χρήσιμο, διότι προσδιορίζει τι είναι μεταρρύθμιση και ορίζει του τρόπους υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων, με ποιους και με ποιες πολιτικές. Μίλησε και για ο συγγραφέα χαρακτηρίζοντάς τον ως μη κοινότοπο μεταρρυθμιστή ο οποίος αντίθετα, μελετά το βάθος των μεταρρυθμίσεων, απαντώντας σε δύο βασικά ερωτήματα, α) γιατί οι κοινωνίες αντιτίθενται σε μεταρρυθμίσεις και, β) πως μπορεί η κοινωνία να κατανοήσει το όφελός τους. Σημείωσε τη δυσκολία εφαρμογής μεταρρυθμίσεων σε μια μπλοκαρισμένη κοινωνία, ακόμα περισσότερο όταν αυτή η κοινωνία είναι «μπλοκαρισμένη ιστορικά» όπου κυριαρχούν τα συντεχνιακά συμφέροντα που εμποδίζουν τις αλλαγές. Εξήρε την ικανότητα του συγγραφέα να γνωρίζει τις συνέπειές τους διότι, όπως είπε, μόνον γνωρίζοντάς τις μπορείς να είσαι αποτελεσματικός, να πείσεις και να πάρεις με το μέρος σου το λαό. Με αφορμή σχετική δήλωση στη Βουλή από βουλευτή του Συνασπισμού, αναφέρθηκε στις επιπτώσεις της σκλαβιάς τεσσάρων αιώνων του ελληνικού έθνους που δεν του επέτρεψε να ζήσει το διαφωτισμό, τη βιομηχανική επανάσταση, να αποκτήσει σοβαρή αστική τάξη με όρους οικονομικούς, «Αυτό είναι μία μπλοκαρισμένη κοινωνία», σημείωσε χαρακτηριστικά. Την κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας τη συνέδεσε με τη θεσμική και πολιτισμική αποτυχία, παρόλο που, όπως είπε, ο συγγραφέας θεωρεί τέτοιες παραμέτρους ακριβείς αλλά υπερβολικές. «Αναρωτιέται ο συγγραφέας εάν η κρίση θα κάνει αναπόφευκτη την ανάγκη των μεταρρυθμίσεων, εάν θα κατανικήσει την αδράνεια της ελληνικής κοινωνίας», ερωτήματα στα οποία παίρνει αρνητική θέση, αρνούμενος τη θεωρία της «καλής κρίσης». Ανέδειξε τη δύναμη των συντεχνιών, οι οποίες καθορίζουν την έκβαση της αντιπαράθεσης στηρίζοντας πολιτικούς που εξυπηρετούν τα συγκεκριμένα συμφέροντά τους. «Αυτό πρέπει να ανατρέψουμε», είπε, «είτε σκεφτόμαστε δεξιά είτε αριστερά, πρέπει να συγκρουστούμε με αυτό το συντεχνιακό πνεύμα της ελληνικής κοινωνίας». Ως «αδύναμα κόμματα» χαρακτήρισε τα κόμματα της ελληνικής Βουλής διότι εάν ήταν δυνατά δεν θα συμμαχούσαν με τις συντεχνίες αλλά με τους πολίτες, δεν θα συμμαχούσαν με αυτούς που τους δίνουν δύναμη και εφόδια. Σχολίασε και συμφώνησε με τις αναφορές του συγγραφέα στους διανοούμενους, «Στους επαγγελματίες μεταπράτες», όπως τους ονομάζει, «Οι οποίοι όχι μόνον δεν άσκησαν κριτική σε όσα το αντιμεταρρυθμιστικό μέτωπο υποστήριξε αλλά και καβάλησαν το άρμα του ανορθολογισμού της πλατείας Συντάγματος». Θύμα της αντίληψης πως οι μεταρρυθμίσεις έχουν πολιτικό κόστος, χαρακτήρισε το πολιτικό προσωπικό τη χώρας, και λόγω αυτού, πρότεινε στους πολιτικούς να διαβάσουν το βιβλίο. Ως επιχείρημα ανέφερε παραδείγματα άλλων χωρών τα οποία δείχνουν ότι τελικά οι μεταρρυθμίσεις έχουν πολιτικό όφελος εάν γίνουν σε συγχρονισμένο βηματισμό με την κοινωνία και αποδείξουν ότι φέρνουν ευημερία. «Δεν υπάρχουν αξιωματικές απαντήσεις στα ερωτήματα περί δοσολογίας των μεταρρυθμίσεων», είπε ο κος Σιακαντάρης και συνέχισε, «Ούτε για το εάν πρέπει να γίνουν αργά ή γρήγορα». Αν για παράδειγμα γίνουν με αργό ρυθμό μπορεί να επιφέρουν μεταρρυθμιστική κόπωση και με την έλευση κυβερνήσεων λαϊκίστικου προσανατολισμού να ανατραπούν. Αν γίνουν γρήγορα μπορεί να δημιουργήσουν πολλούς χαμένους. Ο κος Αριστείδης Χατζής εξέφρασε την αμηχανία του μπροστά στις ομιλίες που προηγήθηκαν, «Όταν μιλάς τελευταίος βρίσκεσαι μπροστά στο γεγονός ότι έχουν ειπωθεί σχεδόν όλα, κάτι που είναι και καλό και κακό». Διάβασε το βιβλίο την ίδια ημέρα το πρωί σε μία και μισή ώρα, όπως είπε, και έκανε αυτή τη σημείωση για να δείξει τη σημασία του θέματος που πραγματεύεται σε σχέση με την απλότητα διατύπωσης των εννοιών και της πλούσιας γνώσης που παρέχει. «Περικυκλώνει το πρόβλημα», ήταν η έκφραση που χρησιμοποίησε για τον τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας πραγματεύεται το θέμα του, «Σε 16 μικρά κεφάλαια, σε καθένα από τα οποία απαντάει σε ένα ερώτημα παρέχοντας ακριβώς τις πληροφορίες που χρειάζεται ένας πολίτης που επιθυμεί να είναι ενημερωμένος για το θέμα των μεταρρυθμίσεων», καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για ένα πολύ χρήσιμο και καλογραμμένο βιβλίο. Συμφώνησε με το χαρακτηρισμό «μπλοκαρισμένη κοινωνία» που χρησιμοποίησε νωρίτερα ο κος Σιακαντάρης. Διαπίστωσε την έντονη παρουσία του «Κόκκινου Ντάνυ» (Daniel Aldrin) στα κείμενα του συγγραφέα, ενός αιρετικού πολιτικού. Πιστεύει όμως ότι η δουλειά του Ατζέμογλου Ντάρον (Acemoglu Daron) ταιριάζει περισσότερο με το θέμα της Ελλάδας, του συγγραφέα του βιβλίου «Γιατί αποτυγχάνουν τα έθνη» και που ως τίτλος ταιριάζει με τον τίτλο του βιβλίου του Δημήτρη Σκάλκου. Την προτίμησή του αυτή στηρίζει στην ιδέα του Ατζέμογλου με τίτλο «Θεσμική παγίδα του μεσαίου εισοδήματος», μία κοινωνία που έχει αναπτυχθεί για ένα διάστημα χωρίς αποτελεσματικό θεσμικό πλαίσιο, τους «inclusive θεσμούς» όπως τους ονομάζει. Μία τέτοια κοινωνία με τέτοιους θεσμούς δεν μπορεί να συνεχίσει από ένα σημείο και μετά. Τότε, πρέπει να απαλλαγεί από τους «κακούς» θεσμούς και να υιοθετήσει του «καλούς» θεσμούς. Πως όμως θα γίνει αυτό; Αυτοί που πρέπει να το κάνουν, δεν θέλουν να το κάνουν, δεν τους συμφέρει. Εάν δεν το κάνουν όμως, δεν θα μπορέσουν να προχωρήσουν. «Είναι η Ελλάδα ένα τέτοιο παράδειγμα;», αναρωτήθηκε ο ομιλητής και έδωσε τη δική του εκδοχή, «Από το 1929 έως το 1980 η Ελλάδα είχε τη μεγαλύτερη ανάπτυξη σε όλο τον κόσμο, με δεύτερη την Ιαπωνία και τρίτη τη Γερμανία. Με τι θεσμούς όμως; Ανοιχτούς; Όχι βέβαια!». Θεωρεί ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε αυτή τη «Θεσμική παγίδα του μεσαίου εισοδήματος», ενώ πρέπει να αλλάξει για να προχωρήσει, δεν θέλει να το κάνει. Αναφέρθηκε στη συνέχεια στο έργο του Μανκιούρ Όλσον ο οποίος σε άρθρο του υποστηρίζει ότι για να προχωρήσει ένα έθνος πρέπει να έχει τρία πράγματα, α) ελεύθερες αγορές, β) ένα θεσμικό πλαίσιο κατάλληλο για οικονομική ανάπτυξη, γ) κατάλληλες ελίτ, πολιτικές κυρίως που να γνωρίζουν οικονομικά. Περιέγραψε τη δυσμενή θέση της Ελλάδας βάσει δεικτών ευημερίας τους οποίους παραθέτει στο βιβλίο ο συγγραφέας, τελευταία στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σε θέση κοντά σε τριτοκοσμικές χώρες. Ως σημαντικό λόγο για αυτή την κατάσταση σημείωσε την απουσία μεταρρυθμίσεων στις αγορές προϊόντων φέρνοντας ως παράδειγμα τα οφέλη που αποκομίστηκαν από το άνοιγμα λίγων και συγκεκριμένων αγορών. Ως σημαντική συμβολή του βιβλίου στο διάλογο, σημείωσε την ενημέρωση που παρέχει για την «Τεχνολογία των μεταρρυθμίσεων», πως δηλαδή γίνονται οι μεταρρυθμίσεις. Απέκλεισε από τον κατάλογο των μεταρρυθμίσεων τα δημοσιονομικά μέτρα, τις οριζόντιες περικοπές και αναρωτήθηκε για τους λόγους που επιλέγουν οι κυβερνήσεις τέτοια μέτρα. «Διότι οι πραγματικές μεταρρυθμίσεις θα πλήξουν πολύ συγκεκριμένες ομάδες οι οποίες θα αντιδράσουν και θα τιμωρήσουν στις εκλογές», ήταν η απάντηση που έδωσε ο ομιλητής αναφερόμενος στα συμπεράσματα του βιβλίου. Όταν έγιναν προσπάθειες μεταρρυθμίσεων ήταν αργά διότι τα δύο μεγάλα πολιτικά κόμματα ανήκαν ήδη στο «παλιό», είχαν χάσει τη νομιμοποίησή τους, ήταν δύσκολο να πείσουν και χάθηκε μία κρίσιμη ευκαιρία. Διαφώνησε με τη θέση του κου Σιακαντάρη για το ρόλο των διανοουμένων και έφερε ως παράδειγμα ψηφίσματα φορέων της ελληνικής ελίτ για το δημοψήφισμα και τα καταστροφικά αποτελέσματα που θα είχε το «Όχι», και ευχήθηκε οι ?γγλοι να φανούν ωριμότεροι και να παραμείνουν στην Ε/Ε (η ομιλία έγινε πριν το δημοψήφισμα στη Βρετανία για το λεγόμενο «BRexit»). Παρά λοιπόν αυτή την προσπάθεια είχαμε 61% υπέρ του «Όχι», με το 86% των φοιτητών-τριών να ψηφίζουν «Όχι». Σημείωσε τη μεγάλη δυσκολία των μεταρρυθμίσεων και το ενδεχόμενο της «θυσίας» αυτών που θα αναλάβουν να τις κάνουν και ως παράδειγμα ανέφερε τον Ιωάννη Καποδίστρια, την προσήλωσή του στις μεταρρυθμιστικές του προσπάθειες, τις κοινωνικές συμμαχίες που προσπάθησε να πετύχει (αγρότες και έμποροι) και την κατάληξή του. Με αυτό το παράδειγμα θέλησε να αναδείξει τη σημασία των ελίτ σημειώνοντας στο τέλος ότι, «Οι ελληνικές ελίτ ήταν πάντα στη σωστή θέση της ιστορίας» και ευχήθηκε να το κάνουν και τώρα. Ο συγγραφέας Δημήτρης Σκάλκος ευχαρίστησε το κοινό και τους συμμετέχοντες στη συζήτηση οι οποίοι, όπως είπε, «Εκτός από γνωστοί διανοητές είναι και καλοί φίλοι, νιώθω πιο άνετα μαζί τους και ειδικά σε αυτό το χώρο». Έκανε μία σύγκριση με την πρώτη παρουσίαση του βιβλίου του στην οποία οι ομιλητές τοποθετήθηκαν περισσότερο πολιτικά ενώ εδώ έγινε μία περισσότερο επιστημονική συζήτηση που έδωσε τα κατάλληλα ερεθίσματα για σκέψη. Ο ίδιος επέλεξε να μιλήσει περισσότερο πολιτικά παρά οικονομικά εκτιμώντας ότι αυτό είναι και το κύριο πρόβλημα της χώρας και παρά το ότι «Οικονομικά βρισκόμαστε στα τάρταρα», όπως είπε. Στο ερωτηματικό του τίτλου του βιβλίου του απαντάει καταφατικά, «Αλλάζει η Ελλάδα», διαπιστώνοντας όμως τη αντίθετη γενική αίσθηση που επικρατεί. Την αιτία για αυτή την αίσθηση εντόπισε στις αναποτελεσματικές προσπάθειες των 7 τελευταίων ετών. Αναφέρθηκε σε αντίστοιχες προσπάθειες που έγιναν τα τελευταία 50-70 χρόνια σε διάφορες χώρες, σε «κοινωνίες σε μετάβαση» όπου θέλησαν όχι να βελτιώσουν λίγο το οικονομικό σύστημα αλλά να το αλλάξουν συθέμελα, διαπίστωσε ότι αυτό δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση με τις περισσότερες από αυτές τις προσπάθειες να αποτυγχάνουν. Το ίδιο συμβαίνει και στις μεγάλες επιχειρήσεις όπου το 60%-70% των οργανωτικών αλλαγών αποτυγχάνουν διότι δεν πετυχαίνουν να δεσμεύσουν τους εργαζόμενους σε έναν κοινό στόχο, όπως και οι πολιτικές ελίτ. «Τα κράτη που έχουν μακροημερεύσει με δημοκρατικούς θεσμούς, εμφανίζουν αρτηριοσκληρώσεις, δουλείες, εξαρτήσεις, πελατειακά δίκτυα, αλληλοεξαρτήσεις συμφερόντων που είναι δύσκολο να διαραγούν. Τι είναι όμως αυτό που εμπόδισε την Ελλάδα να γυρίσει σελίδα ενώ άλλα κράτη το κατάφεραν; Αυτό προσπάθησα να μελετήσω με αυτό το βιβλίο και να δώσω ερεθίσματα για σκέψη και συζήτηση», είπε ο συγγραφέας δίνοντας το στίγμα της προσπάθειας και των στόχων του με αυτή την έκδοση και συνέχισε, «Πέρα από τη διάγνωση των αιτιών και τις προτάσεις που μπορούν να διατυπωθούν, τρία είναι τα βασικά ζητούμενα. α) Να κατακτήσουμε μία νέα εθνική αυτογνωσία, να μιλήσουμε τη γλώσσα της αλήθειας, τόσο οι πολιτικοί όσο και οι πολίτες, να συμφωνήσουμε για το τι πρέπει να γίνει. Αυταπάτες δικαιούνται να έχουν οι πολίτες, όχι όμως οι πολιτικοί. β) Να κατακτήσουν τα κόμματα μία πολιτική συνεννόηση, να μιλάνε την ίδια γλώσσα αλλά όχι αυτή του λαϊκισμού. γ) Να κατακτήσουμε μία κοινωνική συναίνεση διότι αποκαρδιωμένοι, θυμωμένοι και σε διαρκή προσπάθεια οι κοινωνικές ομάδες να μεταφέρουν το κόστος σε άλλες, δεν έχουμε προοπτική». «Η πραγματικότητα μας κάνει απαισιόδοξους αλλά η θέληση αισιόδοξους», σημείωσε ο κος Δημήτρης Σκάλκος κλείνοντας την ομιλία του. Ο εκδότης Πέτρος Παπασαραντόπουλος σχολίασε τη δική του θέση στο κύριο ερώτημα, σε σχέση με τη θέση του συγγραφέα, όπως την περνάει μέσα από το βιβλίο του. «Αν ρωτούσε κάποιος το Δημήτρη Σκάλκο», είπε ο κος Παπασαραντόπουλος, «Ποιο είναι το κύριο πρόβλημα της Ελλάδας; Θα απαντούσε “Οι θεσμοί, η αδυναμία μεταρρυθμίσεων”. Αν ο ίδιος ρωτούσε εμένα, θα απαντούσα “Η ηγεμονία του ανορθολογισμού, η φαντασιακή απόδραση από την πραγματικότητα”» και συνέχισε με επιχειρηματολογία και στοιχεία στήριξης αυτής της άποψης.

Υλικό από την παρουσίαση